Ραδιενεργό στοιχείο, συγγενές με το ομοφυλόνιο, με τη βασική διαφορά ότι το πουστώνιο προκαλεί άμεσο πανικό και υστερική συμπεριφορά στους στρέιτ άντρες, οι οποίοι προκειμένου να διασφαλίσουν το άβατο της αδιάφορης κωλοτρυπίδας τους γίνονται από επιθετικοί μέχρι δολοφόνοι.

«Κύριε δικαστά, μαχαίρωσα τον μακαρίτη 583 φορές επειδή εισέπνευσα πουστώνιο και έχασα τον έλεγχο των πράξεών μου».

(από Vrastaman, 23/04/09)νοτ γκέυ ηνάφ (από jesus, 23/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Προσπαθώ να κάνω τσίσα μου όταν έχω στύση.

Από το βιβλίο: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007.

«Μισό, εέρχομαι!» φώναξε ο Πέτρος από το μπάνιο, προσπαθώντας να καβλουρήσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified