Λέγεται όταν θέλουμε να δώσουμε κάτι από το περίσσευμά μας.

Κραμπούσια = είδος λαχανικού.

- Από πού έρχεσαι Θεια-Γιώργαινα;
- Από το χωράφι, δάσκαλε.
- Βλέπω και φέρνεις μπόλικα κραμπούσια...
- Ναι, ναι, πάρε δάσκαλε κραμπούσια, πάρε!
- Φχαριστώ, δε θέλω...
- Πάρε, δάσκαλε, πάρε, για τα γουρούνια τά 'χομε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση αντίστοιχη της «Είχες και στο χωριό σου...;». Χρησιμοποιείται ως εναλλακτική της παραπάνω, σε εκείνους που κάνουν τους πρωτευουσιάνους αλλά η βλαχιά τους «φωνάζει» από χιλιόμετρα.

- Όλα κι όλα, αν δεν πάω κάθε μέρα στο τάδε μαγαζί να πιω το φρέντο μου δε λέει. Τον συνήθισα και δεν κάνω πλέον χωρίς αυτόν.
-Σιγά μωρή βλαχάρα! Έφαγες δηλαδή πολύ ξύλο για να τον μάθεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν της κλασσικής έννοιας, ως διόδια χαρακτηρίζεται ο άνθρωπος τον οποίο και πρέπει να πληρώσουμε για να του αποσπάσουμε ορισμένες πληροφορίες ή να πάρουμε την άδεια του για να μπορέσουμε να κάνουμε το επόμενο βήμα.

(Στην ρεσεψιόν ξενοδοχείου)

- Σε ποιό δωμάτιο βρίσκεται ο κύριος που έφτασε πρίν απο λίγο;
- Δεν μπορώ να σας πω. Είστε γνωστός του;
- Καλά, πάρε τώρα ένα κατοστάρι και πες μου
- Εεε, ξέρετε κύριε...
- Με το τσιγκέλι θα στα βγάζω άνθρωπε μου; Πάρε ένα κατοστάρι ακόμα και λέγε επιτέλους, την τύχη μου μέσα με τα διόδια που μπλέξαμε σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified