Από το αγγλικό mature, η ώριμη γυναίκα.
Καλά ρε, αυτή του γυάλισε;; Αυτός είναι νιάνιαρο ακόμη κι αυτή είναι ματούρι!!
Από το αγγλικό mature, η ώριμη γυναίκα.
Καλά ρε, αυτή του γυάλισε;; Αυτός είναι νιάνιαρο ακόμη κι αυτή είναι ματούρι!!
Got a better definition? Add it!
Κλανιά που δεν ακούγεται (δεν έχει κροτέξ), παρά μόνο μυρίζει.
Χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή σχεδόν πάντα με το: (δεν) της έβαλα κροτέξ.
- Πω πω, ρε φίλε!! τι έριξες πάλι, ζέχνει μιλάμε!!
- Τι να σου πω ρε φιλαράκι, της έβαλα μόνο βρωμέξ!!
Got a better definition? Add it!
Κλανιά που θα συγκλονίσει όσους είναι τριγύρω με τον παρατεταμένο και νερουλό ίσως ήχο που θα κάνει, παραδόξως όμως δεν θα μυρίσει καθόλου γιατί δεν έχει βρωμέξ.
- Καλά, ρε φίλε, είσαι απίστευτος, τί έφαγες το μεσημέρι;;
- Αντί να λες πάλι καλά που της έβαλε μόνο κροτέξ!!
Got a better definition? Add it!