('Εχω γίνει σαν) σκουμπρί: υποδηλώνει άσχημη εξωτερική εμφάνιση, κυρίως λόγω γήρατος ή ασθένειας. Χρησιμοποιείται και υποτιμητικά όταν απευθύνεται σε τρίτο πρόσωπο.
Άσ' τα είμαι άρρωστος από προχτές, έχω γίνει σα σκουμπρί.
Πώς είσαι έτσι μωρή; Σα σκουμπρί έχεις γίνει...