('Εχω γίνει σαν) σκουμπρί: υποδηλώνει άσχημη εξωτερική εμφάνιση, κυρίως λόγω γήρατος ή ασθένειας. Χρησιμοποιείται και υποτιμητικά όταν απευθύνεται σε τρίτο πρόσωπο.

  1. Άσ' τα είμαι άρρωστος από προχτές, έχω γίνει σα σκουμπρί.

  2. Πώς είσαι έτσι μωρή; Σα σκουμπρί έχεις γίνει...

Αυτό δεν είναι άσχημο. (από poniroskylo, 31/07/10)Αυτό όμως; (από poniroskylo, 31/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified