Στρατιωτική αργκό/λογοπαίγνιο. Σύνθετο από τις λέξεις βύσμα + ταγματάρχης/συνταγματάρχης κλπ (οποιονδήποτε βαθμό τελειώνει σε -άρχης).

Ο βυσματάρχης είναι υψηλόβαθμος γαλονάς του στρατού που λόγω της θέσης του χρησιμεύει σαν εξαιρετικό καλό βύσμα. Καμιά φορά λέγεται κοροϊδευτικά για οποιονδήποτε γαλονά - στην πράξη όλοι οι γαλονάδες λειτουργούν σαν βύσματα και κάνουν «χάρες» και εξυπηρετήσεις.

  1. - Μάνα πήρα φύλλο πορείας για Καβύλη, γάμα τα...
    - Πω πω παιδί μου τι θα κάνουμε τώρα...
    - Πάρε τηλέφωνο τον βυσματάρχη μας να δούμε τι μπορεί να κάνει.

  2. (υποψήφιος μουρλάκιας έξω από το γραφείο απαλλαγών στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο, πραγματικό περιστατικό)
    - Κύριε βυσματάρχη, τι ώρα θα μας δει η επιτροπή; Βαρεθήκαμε να περιμένουμε.
    - ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καρό πουκάμισο που φοράνε εργαζόμενοι στην οικοδομή και άλλα λαϊκά παιδιά.

Βγαίνει σε πολλά χρώματα (διχρωμία), όμως το πιο κουμουνιστικό και «επαναστατικό» είναι το τραπεζομάντηλο σε συνδυασμό μαύρο-κόκκινο, τα χρώματα της αναρχίας και της κομμουνιστοσύνης και της εργατιάς, μιας φωνής και μιας γροθιάς.

Με τραπεζομάντηλο δεν βγάζεις σχεδον ποτέ γκόμενα.

- Πώς ντύθηκες έτσι, ρε Αλεξάκη; Περιμένεις να σε κοιτάξει γυναίκα με αυτό το τραπεζομάντηλο; Άντε, τράβα άλλαξε και σβελτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified