Το καρό πουκάμισο που φοράνε εργαζόμενοι στην οικοδομή και άλλα λαϊκά παιδιά.

Βγαίνει σε πολλά χρώματα (διχρωμία), όμως το πιο κουμουνιστικό και «επαναστατικό» είναι το τραπεζομάντηλο σε συνδυασμό μαύρο-κόκκινο, τα χρώματα της αναρχίας και της κομμουνιστοσύνης και της εργατιάς, μιας φωνής και μιας γροθιάς.

Με τραπεζομάντηλο δεν βγάζεις σχεδον ποτέ γκόμενα.

- Πώς ντύθηκες έτσι, ρε Αλεξάκη; Περιμένεις να σε κοιτάξει γυναίκα με αυτό το τραπεζομάντηλο; Άντε, τράβα άλλαξε και σβελτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτική αργκό/λογοπαίγνιο. Σύνθετο από τις λέξεις βύσμα + ταγματάρχης/συνταγματάρχης κλπ (οποιονδήποτε βαθμό τελειώνει σε -άρχης).

Ο βυσματάρχης είναι υψηλόβαθμος γαλονάς του στρατού που λόγω της θέσης του χρησιμεύει σαν εξαιρετικό καλό βύσμα. Καμιά φορά λέγεται κοροϊδευτικά για οποιονδήποτε γαλονά - στην πράξη όλοι οι γαλονάδες λειτουργούν σαν βύσματα και κάνουν «χάρες» και εξυπηρετήσεις.

  1. - Μάνα πήρα φύλλο πορείας για Καβύλη, γάμα τα...
    - Πω πω παιδί μου τι θα κάνουμε τώρα...
    - Πάρε τηλέφωνο τον βυσματάρχη μας να δούμε τι μπορεί να κάνει.

  2. (υποψήφιος μουρλάκιας έξω από το γραφείο απαλλαγών στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο, πραγματικό περιστατικό)
    - Κύριε βυσματάρχη, τι ώρα θα μας δει η επιτροπή; Βαρεθήκαμε να περιμένουμε.
    - ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πεντακάθαρο χωρίς ίχνος βρομιάς.

  2. Σένιο, χωρίς προβλήματα.

- Κυρά-Κούλα στον έκανα γουλί τον καμπινέ!
(Κώστας Τσάκωνας στη «Μεγάλη Απόφραξη» - θέλει να πει ότι ξεβούλωσε τη λεκάνη από το σκέτο και ότι πλέον είναι έτοιμη προς χρήση και κατάχρηση χωρίς προβλήματα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Γαλλοπρεπής κατάληξη κλπ.)

Εμπόρευμα, συνήθως ρούχο ή παπούτσι, που δεν είναι φιρμάτο. Απλά πάνω δε γράφει τίποτα, είναι αυτό που είναι γιατί έτσι γουστάρει, ούτε νίκε ούτε αντίντασλερ και κέρατα.

Είναι πάμφθηνο και ανεξιχνίαστου προέλευσης (συνήθως σινικής). Πουλιέται μαζικά στα καλάθια (Αιόλου, Αθηνάς, Μοναστηράκι, κλπ). Το προτιμούν τσίπηδες και φτωχοί. Έγκλημα καθοσιώσεως να φοράς αμαρκέ αν οι παρέες σου είναι υψηλού και μεγαλοπιασμένες και θες να φαίνεσαι τρέντι.

Σχετικό με το αμαρκέ είναι το μάρκα μ' έκαψες. Όταν η μάρκα είναι παγκοσμίως άγνωστη και ανύπαρκτη.

- Γιατρός άνθρωπος και φοράει παπούτσι πάνινο αμαρκέ με δέκα ευρώ απ την Αιόλου.
- Ναι, είναι μεγάλος εβραίος δεν το ήξερες ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γενική είναι σλανγκ όταν τίθεται (από το ρ. τίθω, όπως λέει η Άνζελα) αντί ονομαστικής. Πάντα γενική ενικού, όχι πλήθους.

πχ:
απιστεύτου
απάρτου
αγαμίδου
πλουσίου

Σημείωση ότι τα παραπάνω λέγονται. Μην πιάσει κανείς και κάνει την τρίχα τριχιά και εφευρίσκει απ' τη γκλάβα του γενικές. Μόνο ό,τι έχει ακούσει.

  1. Η γκόμενα είναι απιστεύτου.

  2. Έχει να γαμηθεί από τον καιρό του μελχισεδεκ, απαρτου και αγαμίιδου γωνία σου λέω.

  3. Έσκασε κι ο κλασικός ο μαλάκας ο πλουσίου με το κουγιέν να μας κάνει επίδειξη την ψωλή του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο βρωμύλος, δι' ευνόητους λόγους.

  2. Ο αραγματίας, ο βαρεμάρας, ο ρούχλας που βαριέται που ζει και αράζει συνέχεια σπίτι του, όπως το κουνάβι στη φωλεά του. Συνώνυμο: καναπές.

Σχετικό ρήμα: κουναβιάζω = αράζω μέσα και δεν έχω όρεξη ούτε για μπλακ κάβιαρ, ρουχλιάζω, μουχλιάζω κλπ.

  1. - Άντε ρε κουνάβι ξεκόλλα λίγο απ τον καναπέ σου να πάμε για κανένα ποτάκι.
    - Βρε δε γαμιέσαι κι εσύ κι ο γρύλος σου..

  2. - Ρε μην κουναβιάζεις σου λέω, Σάββατο βράδυ πάλι στο σλανγκ θα κάτσεις, παρέα με τους καμένους;
    - Εσύ τι ζόρι τραβάς; Ναι θα αράξω σλανγκ και πήγαινε τώρα να δεις αν έρχομαι.

(από GATZMAN, 07/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι το πεντακοσάευρο από το χρώμα του. Λέγεται κάργα από τραπεζοϋπάλληλους αλλά και γενικότερα.

Με μωβ (μόνο μωβ και τίποτα άλλο) λένε κυκλοφορούν κάποιοι πλουσίου, πχ Τζίγγερ.

- Παρακαλώ.
- Ανάληψη 4 χιλιάρικα.
- Ταυτότητα.
- ...
- Έχω μωβ και κατοστάρικα, σε τι τα θέλετε ;
- Δώμου 2 μωβ και τα υπόλοιπα πράσινα.

(από perkins, 07/07/10)

Δες ακόμη: καφετί, κίτρινα, γιοφύρι, πράσινα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα το πέρναγα βρέξει χιονίσει αλλά το έχωσε και η μαριαηομορφη στο πρόχειρο.

Προέρχεται από διαφήμιση κινητής τηλεφωνίας και το λέει όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς τις τελευταίες μέρες.

Ο τύπος που το λέει στη διαφήμιση είναι φλωράς και βλακόμετρο αλλά στη σλανγκ το λέμε ειρωνικά όταν είμαστε σίγουροι για ένα συμπέρασμα που βγάλαμε και ειρωνευόμαστε το συνομιλητή μας που μας αμφισβητεί.

Ρε συ σου λέω αφού το ξέρω σίγουρα, η Μαρία δεν έχει γκόμενο.
— Λες μαλακίες, έχει και παραέχει. Χτες βράδυ την πήραμε τόσα τηλ. και δεν απάνταγε. Τυχαίο; δε νομίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψητό λέμε τον μπάφο, γιατί όταν σκάει μυρίζει σαν μπριζόλα. Όταν σου πει κάποιος «πάμε για τίποτα ψητά», είναι συνθηματικό να πάτε για μπάφο.

— Τι θα κάνεις πιο αργά; Έχω κάτι ψητά σπίτι και λέω να τα δοκιμάσω.
Μέσα.

Δες και μπριζολάτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά Βάνα Μπάρμπα, σημαίνει τα πάντα. Κάθεται σε οποιαδήποτε πρόταση θες να πεις κάτι και δεν ξέρεις να το περιγράψεις.

- Πώς θα είναι η φετινή σεζόν;
- Όχι γεμάτη όπως τις άλλες χρονιές, άλλωστε όταν πλησιάζεις τα 40 (!!!) πρέπει να κάνεις και λίγη κράτει. Φέτος θα αφιερώσω τον χρόνο μου σε μένα και στην κόρη μου. Θα πάω ταξίδια, θα γράψω στο slang.gr ότι μου έρθει στην καούκα, θα κάνω πράγματα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified