SLANG.gr
  • Ελληνικά
  • Sign up or log in
  • Lemmas
  • Definitions
  • Comments
  • Tags
  • Members
  • Forum
  • New definition

Definitions by p1n0s (1)
Showing 1-1 from 1

  • Many comments none
  • A Z
  • Older Newer
  • Recently commented Earlier

ψωλοχώρι

Μέρος γεμάτο με άντρες.

Δες και αρχιδόκαμπος.

- Το μπαράκι αυτό είναι ψωλοχώρι! Ούτε ένα θηλυκό...

NOTE FROM THE MODERATORS TEAM

Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.

Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.

Got a better definition? Add it!

  • νεολογισμός
  • πρόστυχο
  • χαρακτηρισμός τόπου

Published 2010-11-12 01:02:57+00:00
Last modified 2012-01-01 12:21:46+00:00

p1n0s

p1n0s

  • 1
  • 0
  • Terms & Conditions
  • Privacy Policy
  • Contact

© SLANG.gr 2006-2015

Sign up or log in

Login

I forgot my password!

New member registration

Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.