Περιπαικτικά το μοντέλο αυτοκινήτου της ρωσικής Lada που παρά το ταπεινό του παρουσιαστικό πειράζεται και φουσκώνει από συμπαθείς ελληνοπόντιους μετανάστες που του φοράνε χρυσές ζάντες, αεροτομές-απλώστρες και λοιπά τιουνινγκάδικα αξεσουάρ. Το καμαρώνουν σαν γύφτικο σκεπάρνι,το γυαλίζουν με μπριγιαντίνη και ελαιόλαδο έξτρα παρθένο κορωνέϊκο. Είναι γεμάτο ενισχυτές και γούφερ, ηχορυπαίνει με καθάρια ρώσικη R'nB και σε εντελώς συλλεκτικά μοντέλα θα δεις και αυτοκόλλητα «m5» ,«sti» , «rs» , «sputnik edition» κολλημένα στο καπό.

- Με γεια την Ladaborghini. Την πήρες και σε ωραίο λαδοπρασινοκοραλλομπορντοχρυσαφομπλελαχανολιλα χρωματάκι.
- Σπασίμπα μπλιετ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευγενής οσμή που αναδύεται όταν τρίψεις τον δείκτη ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα δάκτυλα των ποδιών ή στον αφαλό ή πίσω από τα αυτιά.

Μωρό μου, πάλι παπούτσια δίχως κάλτσες φόραγες; Τα πόδια σου ζέχνουν βουτυρίλα.

Δες επίσης και τυρί, ούρδα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλανιά στα μάγκικα. Κουτσαβάκια του μεσοπολέμου λόγω πείνας μπεκρούλιαζαν τρώγοντας αεριούχα.

Μήτσο, αδερφάκι μου, με το μπαρδόν - σ' έχω φλομώσει στις μπορδές αλλά με φασολάδα για μεζέ μου ξηγιέται μπαλαούρο η εντεριά μου, ναούμ'.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified