Προέλευση < pervert = ανώμαλος / περίεργος (αγγλ.).

Ο περβερτάς δεν έχει συγκεκριμένο στυλ, είναι γενικότερα τύπος που θα δεις να περιφέρεται στον δρόμο με έντονη και χαρακτηριστική αμφίεση ή περίεργο ύφος και συνήθως προκαλεί το γέλιο στον περίγυρό του για αυτόν το λόγο. Παρά ταύτα πιστεύει πως το εκκεντρικό του στυλ είναι αρεστό.

Χαχαχα! κοίτα εκεί το περβερτά με τα μοβ μποτάκια που το 'χει πιστέψει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέλευση|tcif sa ropt=σου γκαμώ το σπίτι (στην αλβανική) > ουσ. τσιφσαράς.

Ο κάγκουρας Αλβανικής υπηκοότητας που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από ανηθικότητα και ταράσσει τη δημόσια ηρεμία με γελοίους βρυχηθμούς και πράξεις.

- Είδες τους τσιφσαράδες που αράζουν στην πλατεία;
- Γαμησέ τα, τώρα που πέρασα με τη Μαρία κοζάραν τον κώλο της και σφυράγαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified