Προέρχεται από τις λέξεις ψυχή και λέσι που σημαίνει βρώμικο, κατά το «λέτσος», «λέρα», κτλ. Αναφέρεται σε πολλές κατηγορίες ατόμων και τους συνδυασμούς αυτών.

Ως ψυχολέσι χαρακτηρίζεται:

  • ο ψυχαναγκαστικός
  • ο μαζοχιστής που προσπαθεί να πείσει τους άλλους και τον εαυτό του πως οι μίζερες προτιμήσεις του είναι οι καλύτερες από άποψη απόλαυσης, εξυπνάδας και άνεσης. Με λιγότερο αρνητική έννοια, ο έχων την τάση προς τη δημιουργική ταλαιπωρία, τη δική του και των φίλων του, με αποκλειστικό σκοπό την πρόκληση γέλιου.
  • ο μόνιμα αφηρημένος που τρώει και ολικό shut down περιστασιακά, παρόλο που δεν είναι σε θέση να κάνει σοβαρές σκέψεις που να δικαιολογούν την απουσία επαφής με το περιβάλλον λόγω περισυλλογής.
  • ο χωρίς αληθινά προβλήματα καταθλιπτικός η συνεχώς στραβωμένος και γκρινιάρης.
  • ο καμένος από χρήση αλκοόλ και λοιπών ουσιών που απλά έχει βγάλει εκτός λειτουργίας το μεγαλύτερο κομμάτι του εγκεφάλου του, κατρακυλώντας ορόφους στην τροφική αλυσίδα.
  • ο ημιμαθής ιδεολόγος, αναλυτής των πάντων, γνωμοπώλης, αμπελο-παπαρο-φιλόσοφος που ταλαιπωρεί το μυαλό του και τους άλλους συνθέτοντας κολλάζ από ιδέες που ακούει εδώ κι εκεί και δεν είναι σε θέση να καταλάβει το μυαλουδάκι του.
  • ο αργόσχολος, που π.χ. αρέσκεται στο να σαπίζει μέχρι τελικής πτώσης στον ίδιο χώρο/μαγαζί ακόμη κι αν έχει σταματήσει να του προσφέρει την οποιαδήποτε χρησιμότητα/απόλαυση και προτιμά να σέρνει την ανούσια ύπαρξη του εντός μικρού βεληνεκούς. Εναλλακτικά του αρέσει να καταναλώνει όλη την ενέργειά του σε μηδαμινής αξίας δραστηριότητες, οπότε πρακτικά καταλήγει να μην ασχολείται με τίποτα.
  • ο χάχας, που αρέσκεται στο να χαζογελάει και να ξεφαντώνει συνεχώς με τις ίδιες χαμηλού επιπέδου και χιούμορ βλακείες, τις οποίες απολαμβάνει σαν να άκουγε/έκανε για πρώτη φορά.

Σαφώς και υπάρχει πλήθος συναφών κατηγοριών που όμως δεν είναι δυνατόν να απαριθμηθούν σε αυτό το λήμμα γιατί η πλήρης καταγραφή τους θα απαιτούσε άπειρο χρόνο και ο συγγραφέας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επίσης ως ψυχολέσι.

  1. - Ρε φίλε έχουν ματώσει τα πόδια μου από τις κοτρόνες εδώ. Γιατί δεν πήγαμε στη μεγάλη παραλία με την άμμο δίπλα;
    - Γιατί εκεί πάνε όλοι.
    - Ναι, δίπλα όλοι και εδώ τα ψυχολέσια.

  2. - Τι λέει το νέο τμήμα στη δουλειά;
    - Τι να πει με όλα τα ψυχολέσια εκεί μέσα. Τους μιλάς για οτιδήποτε και σε κοιτάνε σα χάνοι. Καμία επαφή.

  3. - Σας βρήκα προσκλήσεις για ένα ρομαντικό δράμα από το περού που μιλάει για τις σχέσεις των δύο φύλων.
    - Θα 'μαστε μόνοι μας στην προβολή ή θα 'χει κι άλλα ψυχολέσια;

  4. - Χρήστο, είναι 7 το πρωί ρε. Εμείς και η σερβιτόρα μείναμε και τα κορίτσια κοιμούνται στον καναπέ. Πάμε;
    - Όχι άραξε να ακούσουμε και το επόμενο τραγούδι.
    - Έλα μαλάκα, την κάνω. Κάτσε να ψυχολεσιάσεις όσο θες εσύ.

  5. - Γιατί να πάμε διακοπές εκεί που έχει κόσμο φέτος; Πάμε να την πέσουμε ελεύθερο ολομόναχοι να την πίνουμε και να κοιτάμε το κύμα;
    - Ναι. Αρκεί να μη σκάσουν κι άλλα ψυχολέσια και μας τρελάνουν στην τράκα.

  6. - Μόνος;
    - Περιμένω τον άλλον.
    - Ποιόν;
    - Αυυυυυυττττόοοοοοοόν! 1-0.
    - Έλεος ρε φίλε. 30 χρονών ψυχολέσι!

  7. - Πού θα πάμε σήμερα;
    - Ξέρω γω, πάμε έξω και βλέπουμε.
    - Ναι στο άλλο το ψυχολέσι πες το που θα θέλει να πάμε όπου θέλει αυτός μόνο.

  8. - Γιατί περπατάς έτσι περίεργα;
    - Δε θέλω να πατάω στα μαύρα πλακάκια.
    - Α καλά, μεγάλο ψυχολέσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που οδηγεί έχοντας πάντα αναμμένη την ενδεικτική λυχνία (λαμπάκι) προειδοποίησης έλλειψης καυσίμου στο αυτοκίνητό του.
Συνήθως αγνοεί επιδεικτικά τα πρατήρια βενζίνης και, ακόμη και όταν αναγκαστεί να ανεφοδιάσει επιτέλους το όχημά του, το ποσό της βενζίνης που βάζει είναι της τάξεως των 10 ευρώ. Έχουν αναφερθεί ωστόσο και περιστατικά κατά τα οποία ο άτυχος πρατηριούχος πληρώθηκε με κέρματα.

Τα αίτια της ψυχανωμαλίας αυτής δεν έχουν εντοπιστεί μέχρι σήμερα, αν και πιστεύεται πως οφείλεται στην ανάγκη δημιουργίας ψευδαίσθησης οικονομίας, καθώς ο καψολαμπάκιας αποφεύγει να δει άμεσα να φεύγει από το πορτοφόλι του προς την τσέπη του βενζινά ένα π.χ. ολόκληρο καφετί 50ευρο.

Τέλος, σύμφωνα με ανεπίσημες ερμηνείες του φαινομένου, ο καψολαμπάκιας ενδέχεται να ερεθίζεται από τον ήχο που κάνει ο κινητήρας όταν καίει χαλίκια, σκουπίδια και κάθε λογής φλόκι και πουρί που η βενζίνη εναποθέτει γλυκά στον πάτο του ρεζερβουάρ, μετά τα αλλεπάλληλα και υπεράριθμα γεμίσματα, νιώθοντας παράλληλα αυτοπεποίθηση για την αντοχή και τις επιδόσεις του αγαπημένου του οχήματος κάτω από αυτές της αντίξοες συνθήκες χρήσης.

  1. Ρε Γιάννη, γιατί είσαι τόσο καψολαμπάκιας; Θα μείνουμε πάλι στη μέση του πουθενά!

  2. Και του τα 'λεγα του καψολαμπάκια πως θα του μείνει ο κύλινδρος της Lancia στο χέρι κάποια μέρα...

  3. Έχεις κάνει τα βενζινάδικα εκκλησάκια ρε καψολαμπάκια!

  4. Shell γράφει η ταμπέλα, όχι ουφάδικο ρε καψολαμπάκια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified