Σημαίνει τρελός, αλλοπρόσαλλος, βαρεμένος, παράξενος.

Επίθετο με την ίδια κατάληξη για όλα τα γένη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί κι ως επίρρημα.

- Τον είδες ρε μαλάκα τον άλλο τον λιλαλό το γείτονα σου; Πάλι στο μπαλκόνι είναι μόνο με το βρακί και σφυρίζει σ όποιον περνά!

- Τι λέει, πώς τα πας;
- Άσε Νώντα. Γράφω αύριο και διαβάζω διαβάζω κ δε θυμάμαι τίποτα.Έχω να βγάλω 240 σελίδες, λιλαλό η κατάστα φίλε.

Βλ. και ψυχολογικό (ή ψυχικό) τραλαλά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όνομα αρσενικό που χρησιμοποιείται για να προσωποποιήσει την ινδική κάνναβη ή τη χρήση της.

  1. (τηλ)
    - Έλα ρε τι κάνεις; Είσαι για τίποτα;
    - Μπα φίλε, άραγμα σπίτι. Θα έρθει και ο Βασιλάκης με τον ντελαφού να την πέσουμε. Άντε ψήστο να 'ρθεις από εδώ.

  2. Άντε ρε Μίχο, σκάσε τον ντελαφού! Έχω να πιω τρεις βδομάδες!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified