Φράση που χρησιμοποιείται όταν κάποιος, ηθελημένα ή μη, εξωραΐζει ή υπερεκτιμά πέρα από τις περιορισμένες δυνατότητές της, μια κατάσταση ή ένα αντικείμενο.

1
- Πώς πάει με την Κατερίνα ρε;
- Μια χαρά ρε είμαστε πολύ καλά τελευταία.
- Δηλαδή βλέπεις κουλούρα;
- Καλά ντάξει, μην το κάνεις σούζα.

2
- Πήρα μια ζώνη αδυνατίσματος απο αυτά τα telemarketing.
- Κάνει δουλειά;
- Έχω χάσει 2 κιλά μέχρι τώρα. Δεν ξέρω, ξυπνάω το πρωί και έχω περισσότερη ενέργεια. Άσε που πρήστηκαν και οι κοιλιακοί μου.
- Άραξε, μη κάνεις σούζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified