Βρεχαλίζει που θα πει: βρέχει αλλα όχι πολύ. Προέρχεται από τα βρέχει + ψιχαλίζει.

- Ρε Νίκο δεν πάμε για κανέναν καφέ; Βαρέθηκα!
- Εντάξει αλλά σε λίγο, γιατί τώρα βρεχαλίζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified