Ο χαζούλης, ο χαμένος στο υπερδιάστημα της σκέψης του, ο απρόσεκτος και ευκολόπιστος για οποιαδήποτε μπούρδα ακουστεί.

Ένα άτομο χωρίς συγκεκριμένο στόχο, με βλέμμα απλανές και μνήμη ψαριού.

  1. Ρε κοκορνιόκο, πόσες φορές σου έχω πει να μην με στήνεις, δεν μπορώ να μπω στο μαγαζί.

  2. Τι κοκορνιόκος που είσαι ρε μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη άριστης ηχητικής, ειδικά όταν εχρησιμοποιείται εν μέσω κλητικής (βλ. παράδειγμα).

Δηλώνει τον άνθρωπο που μόνο να μιλάει ξέρει, μα ποτέ δεν κάνει, ο οποίος μιλά συνεχώς χωρίς να έχει δηλώσει σχεδόν ποτέ κάτι το αξιόλογο. Αυτό συνήθως συμβαίνει για να τραβήξει τη προσοχή, μα καταλήγει σε υποσυνείδητη, αν όχι και ενσυνείδητη γελοιοποίησή του στα μάτια των άλλων.

  1. - Πω πω μαλάκα θέλω να την σκίσω την Τζίνα
    - Πάλι για γκόμενες μιλάς ρε μπουρδεμπέ, ξεκόλλα ρε μαλάκα.

  2. - Γύρνα.. - Έλα;
    - Γύρνα το ρε μαλάκα..
    - Να περιμένεις..
    - Άμα φας καμιά σφαλιάρα...
    - Άσε ρε μπουρδεμπέ που θα χαλάσεις αυτά τα μούτρα τώρα, δεν χαλάνε..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified