Σύνθετη λέξη με α' συνθετικό το ουσιαστικό ζεμπίλι και β' συνθετικό το ουσιαστικό μαστάρι.

Το ζεμπίλι (από την τούρκικη λέξη zembil) το χρησιμοποιούσαν παλιότερα για να μεταφέρουν και να ανυψώνουν από το έδαφος στους ορόφους των νεοανεγειρόμενων οικοδομών διάφορα οικοδομικά υλικά. Ήταν ένας μεγάλος σάκος με δυο χειρολαβές συνήθως από καουτσούκ μαύρου χρώματος. Όταν το γέμιζαν λόγω της ελαστικότητας του καουτσούκ εμφάνιζε μια κλίση προς τα κάτω.

Η λέξη μαστάρι χρησιμοποιείται για τα ζώα ή για να υποδηλώσει γυναικεία πεσμένα στήθη.

Αυτή η γκόμενα έχει ζεμπιλομάσταρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified