Αμφιβόλου ποιότητας λολοπαίγνιο, που χρησιμοποείται στο πλαίσιο μπαρμπαδοχιούμορ, για διάφορους λόγους, όπως λ.χ. για να χαρακτηρίσει τους Ολυμπιακούς αγώνες ως έχοντες χαμηλό επίπεδο (του κώλου) ή για να εξάρει τα όμορφα οπίσθια αθλουμένων ή για να στιγματίσει τους αγώνες ως "προάγοντες τη woke ατζέντα" των ανωμαλάκηδων, πάντα κατά τους χρησιμοποιούντες την έκφραση.

  1. Αυτή δεν είναι έναρξη για ολυμπιακούς αγώνες, είναι για κωλυμπιακούς αγώνες με όλα τα τραβέλια μου μαζέψανε!
  2. Βάλε μπιτς βόλεϊ να ευχαριστηθούμε λίγο κωλυμπιακούς αγώνες.
  3. Κωλυμπιακούς αγώνες έχουν κάνει οι Γάλλοι με βρόμικο Σηκουάνα και παπαριές.

Got a better definition? Add it!

Published