Το καλοκαίρι ή γενικά η καλοκαιρία στα καλιαρντά, εκ του λατσός (=όμορφος) και του τέμπα (=καιρός).

Απαπα μητε και να το συζητας. Δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου η πουτάνα. Εγώ θα μπισέλω πολλές ώρες τώρα. Με ξεθέωσε ο άχρηστος. Άλλη φορά να σε χαρώ. Έχουμε όλη τη λατσοτέμπα μπροστά μας. Εσυ στο μεταξύ αν περάσει καμιά μισογουνού δεν ξέρω και τις προτιμήσεις σου τσίμπα τη και πήγαινε βαρκάδα μπας και γίνει το μιράκλι. Αιντε και καλά να περάσεις. Αβέλω μπακαλούμω και μη μου κρατάς κακία. (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).

(από Khan, 29/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το καλοκαίρι και ο καλός καιρός, που σε ξελογιάζει και σε εμπνέει να τρέχεις σαν τρελή κι αδέσποτη στα τζιναβονήσια με το μελτεμάκι.

Είναι ξελογιάρα, και γω αβέλω μπάκολο για τον τζιναβότοπο, τζάκα πηγαίνουν αδερφές για να δικέλουν σερμελιές, και όπως πάντα αβέλει γκοντορελιά. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καύσωνας στα καλιαρντά εκ του τέμπο για τον καιρό, και του χορχόρα.

Μαρή Μαρίνα, δεν έρχεσαι λίγο να μου κάνεις παρέα γιατί αυτή η τεμποχορχόρα μου έχει βγάλει το λάδι αλλά έχω φτιάξει μια σουκροκαρύδα άλλο πράμα. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified