Γραφικός χαρακτήρας δυσνόητος, ασαφής και ακατάληπτος, αλλά κυρίως άθλιας εμφάνισης. Γράμματα που η όψη τους χαλά την εικόνα του χειρόγραφου και το καθιστά δυσανάγνωστο, απεχθές προς ανάγνωση, έως και μη αναγνώσιμο. Σύμβολα του αλφαβήτου καταγεγραμμένα με τέτοιο τρόπο που προσομοιάζουν με την απαίσια ασύμμετρη και ασουλούπωτη εμφάνιση των καλικάντζαρων της λαϊκής φαντασίας - που επίσης αποκαλούνται καλικαντζούρια στο καλλιτεχνικό τους (παρ. 1).

Χρήση λήμματος κυρίως από μαμάδες, δασκάλες πρώτων τάξεων δημοτικού και εκθεσούδες των τελευταίων τάξεων του λυκείου, μαθητές, ή όσους υπήρξαν μαθητές και γιαγιάδες που αναμασούν τις αναμνήσεις των χρόνων της νεότητας μετά από νοσταλγία ή εγκεφαλικό επεισόδιο.

Κάναμε εξορκισμό, αγιασμό και ένα ευχέλαιο και διώξαμε τελώνια, δαιμόνια, καλικαντζούρια, νεράιδες, ξωτικά και λοιπά κακά πνεύματα... (lucretia εδώ)

Εμένα αλλάζει τελείως. Με τα στυλό από Χόντος κάνω μεγάλα καλικαντζούρια, άλλωτε πλαγιαστά από τη μία, άλλωτε από την άλλη, άλλωτε μεγάλα, άλλωτε μικρά... με κάτι άλλα του εμπορίου με μύτη 0,7 κάνω υπέροχα γράμματα.. (loukoumi εδώ)

Εκλινε λοιπόν η αδιάβαστη τη '' χώρα '' και γιόμισε μονομιάς όλος ο πίνακας ανορθογραφίες και καλικαντζούρια! (Μια φορά κι έναν καιρό.)

Καλικαντζούρια με πραγματικές συνέπειες Σόρρυ μαν, δύο φώτος για το σινάφι, είστε νοτόριους.

Δες και καλικατσούνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ΛΚΝ έχει μεν τη λέξη αυτή, άρα μπορεί να θεωρηθεί λέξη δόκιμη κατά κπ τρόπο, όμως δεν εξηγεί αυτά που πρέπει και τα οποία θα προσθέσω πάραυτα εδώ.

Λυσάρι είναι το σχολικό βοήθημα που δίνει τη Λύση στο μέγα Πρόβλημα του πώς θα μάθει ο μαθητής. Άρχισε να γίνεται καθεστώς περί τα εβδομήνταζ αν δεν απατώμαι, με αποτέλεσμα όχι μόνον να μην νοείται τώρα πια σχολικό βιβλίο πάσης φύσεως χωρίς το λυσάρι του, αλλά και να θησαυρίσει ο βασικός εκδότης και, διορθώστε με, πιθανόν ο εμπνευστής αυτών, μίστερ Πατάκης (τουλάχιστον αυτός είδε καλά πόσο κερδοφόρα είναι). Το πράμα συνδυάστηκε θαυμασίως με τον ιερό θεσμό του φροντιστηρίου και των ιδιαιτέρων, κι όλο το κακό φούντωσε και καθιερώθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε σήμερα πχια δεν μπορεί κανείς να αλλάξει τίποτε, καθότι που λέει ο λόγος η μισή ελλάδα ζει από τις δουλειές αυτές (η υπόλοιπη είναι μπάτσοι).

Η λέξη ετυμολογείται από τη λύση, καθότι αυτό το βιολί κυρίως άρχισε εξ'αιτίας των μαθς, τα οποία ουδείς σχεδόν κατάφερε να διδάξει έτσι ώστε να κάνει τον μαθητή να του τρέχουν τα σάλια αντί να βγάζει καντήλες.

Για μια διαφορετική ανάλυση του θεμάτου, βλ. λήμμα τσουκάλα.

Επιπεοσθέτως καταθέτω σχόλια σύσσλανγκων από διάφορα λήμματα, τα οποία σχόλια διαφωτίζουν το θέμα περαιτέρω:

α. Ως προς τις Εκθέσεις το λυσάρι λεγόταν και Παπανούτσος, γενικευτικά ή Παναπούτσος.

β. Ἡ γενικότερη ἐν προκειμένῳ ἔννοια εἶναι ἡ «φυλλάδα». Ἔτσι λεγόταν παραδοσιακά. Οἱ μαθηματικὲς φυλλάδες ἐλέγοντο εἰδικότερον «λυσάρια», καὶ ἀπὸ τοὺς παλαιοτέρους «λυτάρια», πιθανῶς πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τὰ ὁμόηχα «λυσσάρια», τὰ καυλωμένα δλδ ἐφηβάκια, ποὺ μόνο στὰ μαθήματα δὲν εἶχαν τὸ νοῦ τους. Οἱ φιλολογικὲς φυλλάδες ἐλέγοντο «μεταφράσεις» ἢ σλαγκιστὶ «μετάφρες». Σ' αὐτὲς δὲν περιελαμβάνοντο τὰ φτηνιάρικα καὶ συντετμημένα λεξικὰ ἀνωμάλων ρημάτων τῆς ἐποχῆς, διότι ὅποιος ἔμπαινε στὸν κόπο νὰ τὰ διαβάσῃ, ἦτο πολὺ «κυριλὲ» μαθητής.

  1. Δωρεάν ηλεκτρονικά βοηθήματα, λυσάρια, σχολικά βιβλία δημοτικού, γυμνασίου, λυκείου, εκπαιδευτικό υλικό, βιντεομαθήματα - τα-εχει-ολα

  2. Αχαΐα: Έστειλαν το «λυσάρι» των μαθηματικών χωρίς όμως το βιβλίο!

(διαδιχτυακά}

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified