Αν και παράγεται από τη γνωστή λέξη, περιγράφει ένα ευρύτερο φάσμα βρώμικων οσμών (ποδιών, μασχάλης, απλυσιάς, βαρβατίλας), οι οποίες κατά κόρον συνυπάρχουν σε θαλάμους στρατοπέδων των ανά τον κόσμο Ενόπλων Δυνάμεων.

Είναι χαρακτηριστική η τραυματική εμπειρία που πλείστοι εξ ημών έχουν περάσει φαντάροι όντες, επιστρέφοντας για ολιγόωρο ύπνο μετά από νυχτερινό νούμερο, όταν η μποχατίλα της πουτσίλας μάς χτυπάει στη μύτη, εισερχόμενοι στο θάλαμο. Στην περίπτωση που brothers in arms κρατάνε τις βρωμοαρβύλες κάτω από το κρεβάτι στα μουλωχτά, η πουτσίλα αποκτά επιθετικότερες διαστάσεις.

Ο όρος χρησιμοποιείται και για να περιγράψει χώρους στους οποίους είναι έντονη η παρουσία ανδρικού στοιχείου.

  1. - Ρε βρωμιάρηδες, πάλι πουτσίλα μυρίζει ο θάλαμος! Θα πλυθείτε καμιά φορά;
    - Άει γαμήσου ρε κωλόψαρο, που θα μας κάνεις και κήρυγμα καθαριότητας.

  2. - Τι έγινε χθες, καλό το μπαράκι στου Ψυρρή;
    - Καλό κι αρχίδια, μύριζε πουτσίλα από 200 μέτρα, τίγκα στους παλιάντρες.

Μπουτσίλα (από Vrastaman, 05/02/09)Aleh Putsila (από Vrastaman, 09/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified