Ευμεγέθης κουράδα, δυσκόλως αποδεσμευόμενη εκ του παχέος εντέρου και δι' αυτόν η έκλυσή της προκαλεί δάκρυα ανακούφισης, όπως τα οφθαλμικά κολλύρια.

Είχα να χέσω 3 μέρες κι έβγαλα ένα κωλύριο άλλο πράγμα...

Προφ λογοπαίγνιο με τις λέξεις «κώλος» και «κολλύριο». Βλ. και γεννητούρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός χρησιμοποιημένης κάλτσας (4ο Στάδιο), κατά το οποίο ενδέχεται να τραπεί σε φυγή (προς αποφυγήν επαναχρησιμοποίησής της) δια της πτητικής οδού. Πληθυντικός «οι μπεκάλτσες» ή ένα «μπεκάλτσικο σμήνος». Ιδιαίτερα επικίνδυνο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

1ο Στάδιο - Σκοτώνει κουνούπια από απόσταση

2ο Στάδιο - Την πετάς και κολλάει στο ταβάνι

3ο Στάδιο - Την πετάς στο ταβάνι και σπάει

4ο Στάδιο - Πετάει μόνη της (μπεκάλτσα)

- Πώπω, ρε συ Μήτσο, τι μπόχα είναι αυτή! Η κάλτσα σου βρωμάει..,
- Ναι ρε άσε, και να φανταστείς μόνη της έμεινε από χθες. Η άλλη έγινε μπεκάλτσα και την κοπάνησε.

Μπεκ προσαρμοζόμενο σε κάλτσα για κατευθυνόμενη έκχυση βρωμιάς σε συγκεκριμένο στόχο (από GATZMAN, 20/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified