Ευμεγέθης κουράδα, δυσκόλως αποδεσμευόμενη εκ του παχέος εντέρου και δι' αυτόν η έκλυσή της προκαλεί δάκρυα ανακούφισης, όπως τα οφθαλμικά κολλύρια.
Είχα να χέσω 3 μέρες κι έβγαλα ένα κωλύριο άλλο πράγμα...
Ευμεγέθης κουράδα, δυσκόλως αποδεσμευόμενη εκ του παχέος εντέρου και δι' αυτόν η έκλυσή της προκαλεί δάκρυα ανακούφισης, όπως τα οφθαλμικά κολλύρια.
Είχα να χέσω 3 μέρες κι έβγαλα ένα κωλύριο άλλο πράγμα...
Προφ λογοπαίγνιο με τις λέξεις «κώλος» και «κολλύριο». Βλ. και γεννητούρι.
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός χρησιμοποιημένης κάλτσας (4ο Στάδιο), κατά το οποίο ενδέχεται να τραπεί σε φυγή (προς αποφυγήν επαναχρησιμοποίησής της) δια της πτητικής οδού. Πληθυντικός «οι μπεκάλτσες» ή ένα «μπεκάλτσικο σμήνος». Ιδιαίτερα επικίνδυνο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
1ο Στάδιο - Σκοτώνει κουνούπια από απόσταση
2ο Στάδιο - Την πετάς και κολλάει στο ταβάνι
3ο Στάδιο - Την πετάς στο ταβάνι και σπάει
4ο Στάδιο - Πετάει μόνη της (μπεκάλτσα)
- Πώπω, ρε συ Μήτσο, τι μπόχα είναι αυτή! Η κάλτσα σου βρωμάει..,
- Ναι ρε άσε, και να φανταστείς μόνη της έμεινε από χθες. Η άλλη έγινε μπεκάλτσα και την κοπάνησε.
Got a better definition? Add it!