Το αποσμητικό roll-on.
Πω ρε φίλε, ξέχασα να πάρω μασχαλοζούμι μαζί μου... Θα λακίσουν οι γκόμενες στη Μύκονο από τη βρώμα...
Το αποσμητικό roll-on.
Πω ρε φίλε, ξέχασα να πάρω μασχαλοζούμι μαζί μου... Θα λακίσουν οι γκόμενες στη Μύκονο από τη βρώμα...
βλ. και το διαφορετικό μασχαλόζουμο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το δεύτερο μαξιλάρι-ρεζέρβα που συνήθως χρησιμοποιείται για να μπαίνει ανάμεσα στα σκέλια κατά τη διάρκεια του βαθέως ύπνου (στάδια 3 & 4) προς αποφυγήν εφίδρωσης των γλουτών, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες στις μεσογειακές χώρες.
Η ονομασία προέρχεται από την -κατά περίπτωση συχνή ή λιγότερο συχνή- συνήθεια του χρήστη να πέρδεται ακουσίως κατά τη διάρκεια του ύπνου, με συνέπεια το εν λόγω μαξιλάρι να γίνεται δέκτης δύσοσμων αερίων.
Σαν αξεσουάρ είναι λίαν βοηθητικό και πρακτικό, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες, που (1) μπερδεύεται με το κανονικό μαξιλάρι του χρήστη και (2) ο κοιμώμενος χρησιμοποιεί ως τέτοιο το μαξιλάρι της/του συγκοιμώμενης /-νου γκόμενας / συζύγου, κτλ.
Άσε φίλε, μπέρδεψα χθες το μαξιλάρι μου με το κλανομαξίλαρο και το πρωί έζεχνα κλανίλα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τύπος και εργαλείο βασανιστηρίου, με μεταλλικές «αυγουλοθήκες» οι οποίες φυλακίζουν έναν-έναν ξεχωριστά τους όρχεις. Αφού το συνδέσουμε στην πρίζα, θερμαίνονται οι «αυγουλοθήκες» σε σημείο που ψήνονται οι όρχεις και τραβώντας απότομα ξεκολλούνται από το υπόλοιπο σώμα.
- Ε τώρα, δεν έχει εφαρμοστεί ακόμη, σόρρυ!
Got a better definition? Add it!
Το πολύ βρόμικο ρούχο, που έχει πιάσει μάκα. Λόγοι που μπορεί ένα αθώο ρουχαλάκι να μετατραπεί σε αποκρουστική κλέτσα, είναι συνήθως ο υπερβολικός ιδρώτας, η σκόνη, διάφορα υγρά του έρωτα, ή ο συνδυασμός αυτών. Η κλέτσα πρέπει να καθαρίζεται, να πετιέται ή να καίγεται άμεσα, ανάλογα τα βίτσια του κατόχου της.
Μεταφορικά, μια προσβλητική προσφώνηση παρόμοια με τη «γαλότσα».
Πω πω μαλάκα, μετά το κάμπινγκ όλα μου τα ρούχα έχουν γίνει κλέτσες! Στον κλίβανο θα πάνε!
Άσε μας μωρή κλέτσα κι εσύ!
Got a better definition? Add it!
Προσποιητός βήχας που γίνεται εν ήδη ηχητικού εφέ με σκοπό την κάλυψη ήχου κλανιάς. Η επιτυχία του εφέ εξαρτάται από τα παρακάτω:
α. την απόσταση του κλανοβήχτη (θύτη) από τον-ους κοντινότερο-ους παρατηρητή-ες (θύμα-τα),
β. την γωνία πρόπτωσης του ηχητικού κύματος στο αυτί του θύματος,
γ. την μυρωδιά της κλανιάς,
δ. την ένταση του ήχου της κλανιάς,
ε. την χροιά και ένταση του βήχα,
στ. την χροιά και ένταση του υπολοίπου ηχητικού περιβάλλοντος.
Και εξηγώ.
α. Σε περίπτωση που το θύμα βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη των 42 εκ. από το θύτη το ηχητικό εφέ έχει πολλές πιθανότητες αποτυχίας εκτός και αν τα β-στ βρίσκονται στο βέλτιστο για τον θύτη.
β. Η γωνία πρόπτωσης είναι σημαντική μεταβλητή καθώς επηρεάζει την ένταση του ηχητικού κύματος. Γενικά η ορθή γωνία είναι μη επιθυμητή.
γ. Σε περίπτωση που η κλανιά ανήκει στις κατηγορίες Θου-Βου ή τζούφιας (βλέπε σχετικό λήμμα) ακόμα και ένα επιτυχημένο ηχητικό εφέ ακυρώνεται.
δ. Προφανής σχέση. Λεβεντόπορδοι, κρότου-λάμψης και σωβρακοξεσκίστρες καλύπτονται πολύ δύσκολα και μόνο ίσως με την προσομοίωση βήχα κοκκύτη ή άλλης βαριάς πνευμονοπάθειας.
ε. Ίσως η σημαντικότερη μεταβλητή. Σκοπός του θύτη είναι με τον βήχα να δημιουργήσει συχνότητες ηχητικών κυμάτων τα οποία είναι συμπληρωματικά του ήχου της κλανιάς αλλά μεγαλύτερης έντασης και ως εκ τούτου το παραγόμενο ηχητικό αποτέλεσμα να φέρει περισσότερο προς βήχα.
στ. Και εδώ η σχέση είναι προφανής. Ο κλανόβηχας έχει μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας σε περιβάλλοντα με πολύ κόσμο και αρκετό θόρυβο (αν το γ δεν είναι θανατηφόρο φυσικά).
Ο κλανόβηχας εξασκείται κυρίως σε περιπτώσεις τρυφερού τετ-α-τετ, επαγγελματικής συνάντησης, και συναφών κοινωνικών εκδηλώσεων και όπως γίνεται αντιληπτό υπάρχουν πολλοί συνδυασμοί αποτυχίας και ανάλογοι επιτυχίας του ηχητικού αυτού εφέ.
Ο όρος πορδόβηχας πρέπει να θεωρείται συνώνυμο (και αυτή τη φορά δεν βάζω άλλο λήμμα γιατί θα με μαυρίσετε, όπως βλέπετε μαθαίνω).
Το κλανόγελο είναι συναφής όρος αλλά όχι συνώνυμο.
Αποτυχία ο κλανόβηχας ρε μαλάκα, σε πήραμε χαμπάρι έχει βρομίσει ο τόπος!
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός χρησιμοποιημένης κάλτσας (4ο Στάδιο), κατά το οποίο ενδέχεται να τραπεί σε φυγή (προς αποφυγήν επαναχρησιμοποίησής της) δια της πτητικής οδού. Πληθυντικός «οι μπεκάλτσες» ή ένα «μπεκάλτσικο σμήνος». Ιδιαίτερα επικίνδυνο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
1ο Στάδιο - Σκοτώνει κουνούπια από απόσταση
2ο Στάδιο - Την πετάς και κολλάει στο ταβάνι
3ο Στάδιο - Την πετάς στο ταβάνι και σπάει
4ο Στάδιο - Πετάει μόνη της (μπεκάλτσα)
- Πώπω, ρε συ Μήτσο, τι μπόχα είναι αυτή! Η κάλτσα σου βρωμάει..,
- Ναι ρε άσε, και να φανταστείς μόνη της έμεινε από χθες. Η άλλη έγινε μπεκάλτσα και την κοπάνησε.
Got a better definition? Add it!
Άθλημα στο οποίο οι παίκτες συναγωνίζονται στο κλάσιμο. Οι κανόνες είναι απλοί:
Ηχηρή χωρίς βρόμα = 1 πόντος.
Ηχηρή με βρόμα = 2 πόντοι.
Φυσηχτή χωρίς βρόμα (σπάνιο) = 0,5 πόντοι.
Φυσηχτή με βρόμα (άλλως «μοβόρα») = 2,5 πόντοι.
Βραστή = τρίποντο.
Σε περίπτωση που ένας παίκτης χεστεί κατά τη διάρκεια του αγώνα, χάνει και βγαίνει από το παιχνίδι (για να πάει στο γκαμπινέ να σκουπιστεί/να πλυθεί ή να συνεχίσει το χέσιμό του ανενόχλητος).
Όπως σε κάθε άθλημα, η προπόνηση παίζει μεγάλο ρόλο, όπως και η κατάλληλη προθέρμανση και προετοιμασία (κατανάλωση οσπρίων, κρύου γάλακτος κ.τ.λ.).
- Παίζουμε (το) πορδόσφαιρο;
- Πάλι τα ίδια; Αφού όλο χέζεσαι και χάνεις, ρε πισωγλέντη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εκείνος που έχει μικροσκοπικά μπαλάκια (αρχίδια).
- Ποιος κατούρησε στην λεκάνη;
- Ο γαταρχίδας ο Σιλβής που τα αρχίδια του είναι σαν κεράσια.
Got a better definition? Add it!
Μαξιλαράκι-τρυκ που αναπαράγει τον ήχο της πορδής, μόλις εφαρμοσθεί πίεση σ' αυτό.
Η μέθοδος ρομπο-ποίησης των υποψηφίων θυμάτων είναι απλή: Αρκεί δηλαδή να καθίσει πάνω σ' αυτό, κάποιος σοβαρός και εύθικτος κατά τα λοιπά τύπος, στον οποίον αποσκοπείται να προκληθεί αίσθημα αμηχανίας και σειρά (κενών) εξηγήσεων και δικαιολογιών, υπό τα χάχανα των παρισταμένων. Το μαξιλαράκι στενάζει κάτω απ' τα καπούλια του θύματος, που στριφογυρίζει με αγωνία και αιδώ, ενώ τα ακαριαία σφυρίγματα, πλήττουν θανάσιμα το κύρος του θύματος .
Δεν είναι αποτελεσματικό με τους κατά πεποίθηση κλανιάρηδες, οι οποίοι ουδέποτε ερυθριούν, παρά θριαμβολογούν όταν πέρδονται. Άλλωστε το λέει η φράση: «Τον κλανιάρη κι αν μαλώνεις, μες στα γέλια τον λιγώνεις»
Βέβαια, μόνον με την δικιά του πορδή ο καθείς αισθάνεται οικεία. Φυσικά, οι ξένες του βρωμάνε, κατά το: «Καθένας την κλανιά του την έχει μοσχοσάπουνο».
Προχτές, βάλανε κάτι τσογλάνια κλανομαξίλαρο στη θέση του καθηγητή ! Όταν έκατσε και ξεκίνησε παράδοση για την κλασσική εποχή έγινε το έλα να δεις !
Αγγλιστί: whoopee cushion
Got a better definition? Add it!
Ευμεγέθης κουράδα, δυσκόλως αποδεσμευόμενη εκ του παχέος εντέρου και δι' αυτόν η έκλυσή της προκαλεί δάκρυα ανακούφισης, όπως τα οφθαλμικά κολλύρια.
Είχα να χέσω 3 μέρες κι έβγαλα ένα κωλύριο άλλο πράγμα...
Προφ λογοπαίγνιο με τις λέξεις «κώλος» και «κολλύριο». Βλ. και γεννητούρι.
Got a better definition? Add it!