Το αυτοκίνητο, σε ιδιωματική διάλεκτο της Ερεσού (Λέσβος). Εκ του «αυτό που τσυλάει» (κυλάει).

Έμπα στο πουτσύλατο να πάμε βόλτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified