Η βροχάρα, ή η χοντρή βροχοσταλίδα που σκάει κατάχαμα σαν ροχάλα.

  1. Σαν πω για να έρθω, χιόνια και βροχάλες. Σαν πω να γυρίσω, ήλιος καλοκαίρι (εδώ)

  2. Διάβασα στις ειδήσεις για τις βροχάλες στα μέρη σας. Στα δικά μας, ο ήλιος καίει ακόμη πέτρες (εκεί)

  3. Εχτές επαιδευόμουνα να φκιάξω μια χαρχάλα κι όπως στα τζάμια χτύπαγεν αγέρας και βροχάλα σκεφτόμουνα: «Ρε Άντριου, τι έκανες ρε βλάκα; Ξέχασες τα καρύδια σου που λιάζονταν στην πλάκα!!» (παραπέρα)

Παίζει κι ως φτηνό λολοπαίγνιο εκ της βρόχας και τση ροχάλας.

La brochâle

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified