Υβριστικό φολκλοροεπίθημα που δακτυλοδεικτεί τις δυσμενείς συνθήκες υπό της οποίες κάποιος "πιάστηκε" - δηλαδή έγινε η σύλληψή του - και τις υποτιθέμενες δυσάρεστες ιδιότητες που συνεπάγονται.

Το σάη ήδη καλύπτει τα:

Προσθέτουμε και μερικά ακόμα, σίγουρα υπάρχουν κι άλλα:

  • Διαβολόπιασμα, διαολόπιασμα: παιδί προερχόμενο από κακούς γονείς, με αποτέλεσμα το ίδιο να είναι δύστροπο και κακιασμένο.

- Ποιος άλλος θα την έκανε την ζημιά από το διαβολόπιασμα του Κωνσταντή... (Δημήτρης Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 52).

- Άκουσα και το «παλαιάς κοπής» "κερατοπιάσματα"... (εδώ)

- Σήμερα Νικόλα, σου την έφερε ο ταβερνιάρης και αλήτης και πουτανόπιασμα με τον όνομα Μπέος. Εσύ και ο άλλος με τα πούρα, ο Ανδρέας. (εδώ)

- εσένα καραγκιόζη ο νταλάρας ούτε να χέσει δεν καταδέχεται ... σκατόπιασμα έπιασες και τον νταλάρα στο στόμα σ (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σαπό, σαπώ

Επιφώνημα επιδοκιμασίας: μπράβο, ρισπέκ, σού βγάζω το καπέλο.

- Σαπώ κι από εμένα! Ωραιότατο σημείωμα! (εδώ)

- ωραίος ο παίκτης, καλά ξηγήθηκες, ωραίος, σωραίος, καλή κίνηση, σαπό, σε παραδέχομαι, ωραία εξήγα, καλή εξήγα, καλά του την έφερες, ωραία του την έφερες... (εκεί)

Σαπώ!

Εκ του γαλατικού chapeau, καπέλο. Εκφέρεται και στα αγγλικάνικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άκαμπτα και νοσηρά κολλημένος σε πρόσωπα, σε γκατζετόνια, στην κακώς εννοούμενη τάξη όπως αυτός την αντιλαμβάνεται, ή σε κάθε καρυδιάς ανούσια φετίχ και idées fixes (που λένε και στα ορεινά Σέκλανα) -- εκ πεποιθήσεως ή λόγω ψυχικής διαταραχής.

- Ο κολληματίας της μπάλας είναι το ίδιο ξενερωτικός με τον κολληματία της πολιτικής, που είναι το ίδιο ξενερωτικός με τον κολληματία της μουσικής, που είναι το ίδιο ξενερωτικός με τον κολληματία της τεχνολογίας... (εδώ)

- Πωωωω, με φρικάρει λίγο αυτό, ο κολληματίας που σε ψάχνει ενώ έχεις πει “όχι”... (εκεί)

- Σκληροπυρηνικός γέρος μάλλον, κολληματίας με αυτά που μάθαμε. Ή εθισμένος στο καρτεροτικό μου με το μονολάστιχο. Είναι και πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό το θέμα... (παραπέρα)

σχετικό τραγουδάκι

Βλ. επίσης: βίδας, ψώρας, πωρωμένος, καμένος, αρρωστάκι, κ.ά.

Πάσα: +COY+

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικός χαρακτηρισμός για σκουληκιάρικο και σκατόψυχο αθρώπα, εν ζωή ή αποδημήσαντα εις Γιαραμπήν.

- Τα είχανε άτοκα στην Τράπεζα της ελλάδας και τάδινε δάνεια (θαλασσοδάνεια) ο μακλάνιος Καραμανλής... (μπλογκ Μυγδαλιάς Αρκαδίας)

- μου τα'φαγε ο μακλάνιος κι αυτός κάμποσα λεφτά... (Δημήτρης Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 105).

Εμπεριέχει το έτυμον κλάνω, δεν περιγράφω άλλο.

Ιδιωματική σλανγκιά από την ορεινή Αρκαδία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όστις μονίμως ψωλαρμενίζει υπό την γενετήσια ορμή τση κάτω κεφαλής του, γράφοντας στον ζμπόυτσο τόυ το μέλλον του κι άλλα σοβαρά πράγματα.

- μην περιμένετε να τελειώσει πανεπιστήμιο αυτός ο ψωλάρμπεης. (Δημήτρης Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 231).

Τοπική σλανγκιά από την ορεινή Αρκαδία.

Εκ του ψωλαρά και του γαμοσλανγκοτέτοιου μπέης (< τουρκ. bey, "άρχοντας").

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι επέλεξε ως nom de guerre το Ста́лин ("ο ατσάλινος αθρώπας") ουδείς προέβλεψε ότι τόσα χρόνια μετά θα καθίστατο θεμελιώδες γαμοσλανγκοτέτοιο στο πολιτικό ντισκούρ της τόσο μακρινής από τις Σιβηρικές στέπες Ελλαδάρας.

Το πρόθεμα σταλινό- προσδίδει σε ό,τι να 'ναι ένα κόκκινο σκουληκιάρικο ζενεσεκουά. Ορισμένα σταλινοπαράγωγα στέκουν καμαρωτά ως σλανγκενεργά μπινελίκια, άλλα ανήκουν στην ξύλινη πλην χρήσιμη πολιτική γλώσσα, τα περισσότερα φευ αποτελούν ακυρίλες με μηδαμινό σλανγκικό ενδιαφέρον.

Παραθέτουμε μια δειγματοληπτική γουγλαποδελτίωση, σαρώνοντας σάη όλου του πολιτικού φάσματος από τα αριστεριάρικα ιντυμήντια μέχρι και το πιο βορβορώδες υπογάστριο της ακροδεξιάς ιστ(ι)ογραφίας.

Ομολογουμένως μπερδεμένο αναρχοστάλιν logoΟμολογουμένως μπερδεμένο αναρχοστάλιν logo

Σταλιναριό
Σταλίνα, σταλίνας
Σταλίνι
Ισλαμοσταλίνας

KK Ιορδανίας

Λαϊφστάλιν

Λαϊφσταλινάτο interior design στο σπιτικό του Σλάβοι Ζίζεκ  (από Khan)

Σταλινοακροδεξιός
Σταλινοαριστεριστής
Σταλινάρχης
Σταλινοαφεντιά
Σταλινογαμπρός

Ιωσήφ Κλάριν

Σταλινογερμανοτσολιάς
Σταλινογκεμπελσικός
Σταλινογοτθικός (σ.ς. ρυθμός αρχιτεκτονικής)
Σταλινογραφειοκράτης
Σταλινοδημοκράτης
Σταλινοδραχμιστής
Σταλινοεσωκομματικά (σ.ς.: μαλλιοτραβήγματα)
Σταλινοεθνολαϊκιστής
Σταλινοζαχαριαδικός

Sugarstalin

Σταλινοιεροεξεταστής

Nobody expects the Stalinist Inquisition!

Σταλινοιντελιγκέντσια
Σταλινοκαπιταλιστής
Σταλινοκατάντια
Σταλινόκαυλος

Σταλινοστρατόκαυλοι ηγέται

Σταλινόκοτα
Σταλινοκουκουλοφόρος
Σταλινόκωλος
Σταλινολαϊκιστής
Σταλινομάγαζο
Σταλινομακαρθικός
Σταλινομαοϊστής

Όταν οι σταλινομαοϊκοι αφανίστηκαν σε ανατολή και δύση,  εμείς οι Έλληνες ψηφίζουμε ΜΛ-ΚΚΕ και ΚΚΕ(μλ)

Σταλινομούλικο
Σταλινόμουτρο
Σταλινομνημονιακός
Σταλινομπαλτάς
Σταλινομπάσταδρος
Σταλινόμπατσος

...ακα ΚΝΑΤ

Σταλινομπάχαλος
Σταλινομπουρδολογία
Σταλινοναζιστής

σύντομος πλην καρπερός γάμος

Σταλινονεοναζί
Σταλινόκαφρος
Σταλινοκουράδα
Σταλινομούλικο
Σταλινοοργουελιανός

♪♫ Every breath you take I'll be watching you ♪♫

Σταλινοοστεοπορωμένος
Σταλινοπάπισσα

σ.ς. Αλέκα

Σταλινοπαραφιλολογία
Σταλινοπαρέα
Σταλινοπασόκος
Σταλινόπουστα
Σταλινοπροσκυνημένος
Σταλινοπροφέσορας
Σταλινόπουτσα (σ.ς. στην Βαρσοβία έτσι αποκαλούν χαιδευτικά το φαλλικό "Ανάκτορο Πολιτισμού και Επιστήμης", δωράκι του Παρερούλη στον Πολωνικό λαό)

Η σταλινόπουτσα τεχνώνε και επιστημώνε

Σταλινορεμάλης
Σταλινορεφορμιστής
Σταλινοσκατά
Σταλινοσταχανοβισμός
Σταλινοσυμμορίτης
Σταλινο,τινάναι

Σταλινογουατέβα

Σταλινοτιτοϊκός
Σταλινοτροτσκιστής (σ.ς.: μπερδεμένος αριστεριστής που επιτίθεται στην ίδια του την πλάτη με παγοκόφτη)
Σταλινοτσαουσεκικός
Σταλινοτσολιάς
Σταλινο(τ)συριζάκι

Σταλινοβαρώνοι vs Σταλινοσύριζα

Σταλινουπερβολικός
Σταλινοφάγος
Σταλινοφαινόμενο
Σταλινοφασίστας
Σταλινοφασισταριό
Σταλινοφεμινισμός
Σταλινοφιλελές

ΟΑΚΚΕ the original σταλινοφιλελέδες

Σταλινοφονιάς
Σταλινοψεκασμένος
Σταλινοχιτλερικός
Σταλινοχαμουρέματα

Σταλινοφασώματα

Σταλινόχορτο (σ.ς. ταίζω κάποιον...)
Σταλινοχοτζικός (σ.ς. αλλά όχι με την καλή έννοια)
Σταλινοχριστιανός

Ω +CTAΛΙΝ+ Η ΕΥΧΗ

Τραμπουκοσταλίνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολιτικό μπινελίκι εις βάρος μερίδας οπαδών της παραδοσιακής αριστεράς, συνδυάζει τις ιδιότητες του σταλίνα με το αυταρχικό πνεύμα και την μισαλλοδοξία ενός φασισταριού. Συχνά εκφέρεται από θιασώτες της αμφιλεγόμενης «θεωρίας των δύο άκρων» που τσουβαλιάζει την άκρα αριστερά και την άκρα δεξιά ως ταυτόσημες εκφράσεις του ολοκληρωτισμού και της βίας, με διαφορετικό όμως πρόσημο.

Γ. ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: Είναι ντροπή σου να μαζεύεις πελατεία και ψηφαλάκια! Είσαι ξεφτίλας!
Γ. ΨΑΡΙΑΝΟΣ: Ο Κασιδιάρης και ο Κουφοντίνας μαζί είσαστε!
Γ. ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: Άκουσε να δεις κάτι, όταν θα έρχεσαι στο στούντιο δεν θα είσαι πιωμένος!
Γ. ΨΑΡΙΑΝΟΣ: Στην υγειά σου Κασιδιάρη!
Γ. ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: Πόσα πήρες να ψηφίσεις ρε; Πουλημένε!
Γ. ΨΑΡΙΑΝΟΣ: 500 ρούβλια!
Γ. ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: Πονάει απόψε που σας έσκισε ο Τσίπρας;
Ρ. ΑΞΕΛΟΣ: Κόψε τη χυδαιότητα μαλάκα! Σε έβρισα και δεν το παίρνω και πίσω!
Γ. ΨΑΡΙΑΝΟΣ: Σταλινοφασίστες!

(εδώ)

- Το κνώδαλο που κανε την παρωδία ντοκιμαντέρ Ντεμπτόκρασι είναι κατά της ελευθερίας λόγου όσων διαφωνούν μ' αυτόν. Τόσο σταλινοφασίστας. (τουί)

- Δια την ελευθερίαν της πατρίδος έδωσαν το αίμα τους (αλλά κυρίως των άλλων Ελλήνων) ή δια τη μουστάκα του πατερούλη Στάλιν? Δηλαδή τι θέλετε να μας ειπείτε? Ότι το 90-95% των Ελλήνων που ηγωνίσθησαν και αιματώθησαν, γυμνήτευσαν (να θυμηθώ τον Γ Παπανδρέου) και έχασαν τη ζωή και την περιουσία τους δια να απελευθερώσουν την πατρίδα τους από τους σταλινοφασίστας τί ήσαν? Τρελλοί ή φασίσται? (εκεί)

Όταν τα άκρα ανταμώνουν

Παλαιότερα χρησιμοποιείτο το αριστεροχουντισμός στα πλαίσια ενός παρόμοιου ντίσκουρ...

"Σαν τον αριστεροχουντισμό που σε βολεύει"

... πιο πρόσφατα δε καταγράφηκαν τα συριζαυγίτης και πρώτη φορά φασιστερά εις βάρος Συριζαίων.

Εναλλακτικά: φασιστοσταλίνα.

Πάσα: Πάτσης, εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Xαρακτηρισμός για μάζεμα-συνονθύλευμα-κοπάδι από πιπίνια.

- ΠΑΝΕΤΟΙΜΕΣ ΚΑΙ ΠΑΘΙΑΣΜΕΝΕΣ… Τρεις μόνο παίκτριές της έχουν γεννηθεί τα έτη 1983, 1984 και 1985, οι υπόλοιπες δε «παίζουν» μεταξύ των ετών 1991-1998. Κάτι ανάλογο με το roaster του ΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ…«Πιπιναριό» με ευρωπαϊκή στόφα δηλαδή… (εδώ)

- Stepan συγχαρητήρια, άντε να έχουμε και γιατρό στο φόρουμ, έχουμε και ηλικιωμένους εδώ (γκουχ γκουχ)
- Βρε τους καημενους ...θα πρεπει να αισθανονται πολυ ασχημα με ολο αυτο το πιπιναριο εδω μεσα :laugh:
(εκεί)

Επίσης, πιπιναριό μπορεί να χαρακτηρίζει και άτομο μόνο του που έχει την περί ής ο λόγος ιδιότητα, π.χ.:

- για καποιο λογο, σε ειχα για μεγαλυτερο...
- ε, από τα πιπιναριά με τα οποία κυκλοφορεί, μεγαλύτερος είναι :-)
(εκεί)

- κανει ομως παρεα με κατι τρελα πιπιναρια και γουσταρω να χωθω, για να τα κερασω τα σωματικα υγρα μου. (εκεί)

Βλ. και αντίστοιχες σλανγκιές εις -αριό: αρχιδαριό, ελληναριό, καρακιτσαριό, καραπουταναριό, καραπουτσαριό, κατιναριό, λουμπεναριό, παπαδαριό, σταλιναριό, φασισταριό, κ.ταλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρακλασικός προσβλητικός χαρακτηρισμός για μάζεμα-συνονθύλευμα-κοπάδι από κατίνες.

- ΖΟΥΡΑΡΙΣ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ! «Μπουρδολόγιο, βλακόμετρο και κατιναριό, ε άι σιχτίρ πλέον»! (εδώ)

- «Ένα ιστορικό κόμμα το μετατρέψατε σε κατιναριό! ….Κατίνες Κατίνες Ελλάδος! Καταντήσατε ένα κόμμα κατινίστικο» ήταν τα "βαριά" λόγια του αντιδημάρχου που προκάλεσαν «θύελλα» αντιδράσεων από την πλευρά της Λαϊκής Συσπείρωσης. (εκεί)

Επίσης κατιναριό μπορεί να χαρακτηρίζει και άτομο μόνο του που έχει την περί ής ο λόγος ιδιότητα σε ακραίο βαθμό, κυρίως στα πλαίσια κατινάζ ή ξεκατινιάσματος π.χ.:

- Μπράβο κατιναριό Παπαγιάννη !!! (εδώ)

- Δημήτρης Λιγνάδης: Ημιμαθής κουλτουριάρα, μίζερη και… κατιναριό η Διαβάτη... (εκεί)

Βλ. και αντίστοιχες σλανγκιές εις -αριό: αρχιδαριό, ελληναριό, καρακιτσαριό, καραπουταναριό, καραπουτσαριό, λουμπεναριό, παπαδαριό, σταλιναριό, φασισταριό, κ.ταλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός, ρατσιστικός χαρακτηρισμός του αφρικανικού πέοντα ο οποίος θεωρείται (και μάλλον δικαίως) ιδιαίτερα ευμεγέθης.

- ΟΛΟ το καστ μαυροι γυμνασμενοι κ κουλ, παντου nigga δηλαδη, οι μονοι λευκοι ειναι οι γκομενες που ψαχνονται να φανε αραποπουτσα... (εδώ)

Too beaucoup! (1'18'')

Αφεδύο, αραπόπουτσα αποκαλείται και η μελιτζάνα με λολαδερή διάθεση. Η έτσι χρήση τεκμηριώνεται τόσο στην Β. Ήπειρο...

- στους Δρύμαδες, χωρίο της Χιμάρας, και εκεί την ποδία την λένε μπροστομούνα! Και την μελιτζανα μαυρόπουτσα!
- αυτή είναι μια εκδοχή , τη λέγανε στα χωριά του βούρκου έτσι και αραπόπουτσα επίσης, αλλά στα Ριζά την έλεγαν μαύρη...
(Φόρουμ Βορειοηπειρωτώνε)

with the sympathy

...όσο και στην ορεινή Αρκαδία - βλ. Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 31.) του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified