Από τις λέξεις κοντός και πουτάνα, στο αρσενικό.
Συνώνυμο του πούστη άνδρα, αλλά σε πιο μικρο βαθμό.

- Ρε Μήτσο αυτός ο κοντοπούτανος ο Μάκης πάλι μου πήρε τον αναπτήρα και δεν τον έφερε ο μαλάκας...
- Και μένα μου χει φάει έτσι 2-3...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρόσωμος ποδοσφαιριστής με έφεση στην πονηριά.

Προσέξτε τον κοντοπούτανο, το δεκάρι, όταν βγαίνει από πίσω.

(από godfatherfunk, 24/10/12)(από godfatherfunk, 24/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified