Νεωτεριστικός επιθετικός προσδιορισμός επηρεασμένος από τα αγγλικάνικα και συνώνυμος με την ωλ τάϊμ κλάσικ λέξη καφρομεταλλάς.

Η γέννηση της λέξεως οφείλεται στο γεγονός ότι σε κάποια μέταλ τραγούδια οι αοιδοί, είτε υπάρχει στους στίχους ή στο ξεκούδουνο, φωνάζουν πολλές φορές «DIE DIE DIE!!!»

Είθισται να χρησιμοποιείται από ξεπεσμένους εντεχνindies ή λατερνατίβους (με φανερά υποτιμητικό ή ενίοτε χιουμοριστικό τρόπο) που η συνήθης και αγαπημένη τους ασχολία είναι να ακολουθούν με θρησκευτική ευλάβεια το εκάστοτε ευαγές ίδρυμα που έχει ψωladies night.

- Tο βράδυ είπαμε να βγούμε να τα σπάσουμε σε κάνα Καρδαμίλη. Θα' χει λέιντις νάιτ με είπαν. Ψήνεσαι;
- Τι, σήμερα; Δεν παίζει. Κανόνισα να βγω με μια σειρά μου.
- Ε ας έρθει κ αυτός ρε, δεν τρέχει κάστανο.
- Όχι ρε συ αυτός είναι νταϊντάης, δεν παίζει να την παλέψει με τους σκύλους.

(από euripidisk, 14/03/10)(από euripidisk, 14/03/10)(από euripidisk, 14/03/10)(από euripidisk, 14/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται κι έτσι ο σεπούλτουρος, ο φανατικός του συγκροτήματος Sepultura, για να ακούγεται ειρωνικά προς το «κουλτουριάρης».

Ο μεγάλος αδερφός μας βγήκε πολύ κουλτουριάρης. Ο μικρός πάλι σεπουλτουριάρης.

(από Khan, 30/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ρόκ συγκροτήματα της δεκαετίας του εξήντα - εβδομήντα - ογδόντα που τραγουδάνε ακόμα και σήμερα και κάποιοι από αυτούς μοιάζουν πια με αρσενικές γριές.

Rolling Stones, Who, Whitesnake, Van Halen κλπ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Nτιτζέι (DJ), ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού, που παίζει υπερβολικά πολλές φορές το «I Will Survive». Mία φορά είναι ήδη υπερβολικά πολλές.

Μωρέ καλό μπαράκι, καλή ατμόσφαιρα... αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά... πολλοί άντρες, καθόλου γυναίκες. Άσε που είχε και ντιγκέι...

Πηγή: Πλαθολόγιο - H απουστειρωμένη έκδοση, εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified