Αυτός που δεν μπορεί να γαμήσει. Που έχει κράμπα στην πούτσα.

- Ρε, ο Δημήτρης να γαμήσει;
- Ναι ρε, αυτός. Τον είδα χθες.
- Σώπα ρε, αυτός είναι τσουτσουνόκραμπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified