Τις ανεβάζω τις λέξεις για να μη χαθούν. Άλλη αξία δεν έχουν πλέον.

Μαρκόνια έλεγαν οι Έλληνες της Γερμανίας -κυρίως οι φοιτητές- τα μάρκα.
Φοινίκι έλεγαν το pfennig, την υποδιαίρεση του μάρκου όπου 100 φοινίκια = 1 μάρκο.

  1. - Ρε συ, μπορείς να μου δανείσεις πενήντα μαρκόνια να φάω μέχρι την άλλη βδομάδα ... έμπλεξα σε μια πόκα μυστήρια με κάτι Λάζερμαν απ' το Έσσεν χτες κι έχει καθυστερήσει και το συνάλλαγμα ...

  2. - Ογδόντα φοινίκια έκανε ένας καφές που ήπια και δε μου τον κέρασε ο τσιγκούναρος ... και για πάρτη του τσάκισε δυο ζάχερτορτε ... πάλι καλά που δεν είπε να τα πληρώσω κι αυτά ...

(από poniroskylo, 08/05/08)(από poniroskylo, 08/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified