Το ψηλό, στενό και κυλινδρικό ποτήρι για ποτό, σε αντίθεση ιδίως με το χαμηλό, που είναι, προφανώς, χαμηλότερο, πλατύτερο και συχνά χοανοειδές. Η διάκριση είναι χρήσιμη στην παραγγελία ποτών που συνηθίζεται να σερβίρονται στα ποτήρια και του ενός και του άλλου τύπου.

  1. Από εδώ:
    Πάτε βγαίνετε φώτο στα μπουζούκια και μετά ποζάρετε σε μνήματα με γαρίφαλα στο χέρι και Τζόνι σε σωλήνα.

  2. Από εδώ:
    μαλακία η ποντιακή [σ.σ: εννοεί μύτη], δε μπορείς να πιεις ποτό σε σωλήνα

  3. Από εδώ:
    μαλιστα εκεινο τον καιρο στα σκυλαδικα ηταν μοδα να πινουν το ουισκι σε σωληνα

Ποτήρι ποτού "σωλήνας" Ποτήρι ποτού "χαμηλό"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified