Όρος που χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράφει κινητήρες πετρελαίου που κροταλίζουν περισσότερο από το κανονικό. Ενδεικτικό είτε αρρύθμιστου κινητήρα, είτε σοβαρότερης βλάβης.

Έχει να κάνει με τον τενεκεδένιο ήχο που κάνει το καπάκι στις φθηνές παλαιές κατσαρόλες, όταν αυτό χτυπάει επάνω της όταν βράζει το νερό / φαγητό.


Ο ίδιος όρος επίσης χρησιμοποιείται και για τα «απρόσωπα» αυτοκίνητα, δηλαδή εκείνα που έχουν φτιαχτεί κυρίως για να εξυπηρετούν απλώς τις ανάγκες μεταφοράς από ένα σημείο στο άλλο και όχι για, ή και για οδηγική απόλαυση.

Έχει να κάνει με το ότι μία κατσαρόλα είναι ένα απλό χρηστικό αντικείμενο που υπάρχει απλά και μόνον για να κάνει την δουλειά του και όχι για να προσφέρει διασκέδαση, απόλαυση ή χαρά (το φαγητό που μαγειρεύεται μέσα στην κατσαρόλα είναι άλλη ιστορία βέβαια...).

  1. Σαν κατσαρόλα ακούγεται το μοτέρ σου...

  2. Αυτό το αυτοκίνητο δεν έχει «ψυχή», σκέτη κατσαρόλα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified