Further tags

Μειωτικά ο ψυχίατρος. Λέγεται βέβαια και για οποιονδήποτε γιατρό θεωρείται τρελός.

ΤΙ ΜΑΣ ΛΕΣ ΜΩΡΗ ΠΑΛΙΟΓΚΙΟΣΑ ΠΑΛΑΒΩΣΕΣ ΤΕΛΕΙΩΣ ????ΑΚΟΥ ΕΚΕΙ ΑΓΙΟΣ ΤΟ ΠΡΕΖΟΝΙ Ο ΓΕΛΟΙΟΣ ΑΝΑΡΧΙΚΟΣ ????ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΕΣΑΙ ΛΙΓΑΚΙ ΤΡΕΛΛΟΓΡΙΑ ??? ΑΝΤΕ ΝΑ ΣΕ ΚΟΙΤΑΞΕΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΜΟΥΡΛΟΓΙΑΤΡΟΣ !!!ΒΓΑΙΝΕΙ ΤΟ ΚΑΘΕ ΤΣΟΦΛΙ ΚΑΙ ΛΕΕΙ ΟΤΙ ΤΟΥ ΚΑΤΕΒΕΙ ΣΤΗΝ ΚΟΛΟΚΥΘΑ ΤΟΥ ΑΝΤΕ ΑΠΟ ΚΕΙ ΝΑ ΠΛΥΝΕΙΣ ΚΑΝΕΝΑ ΠΙΑΤΟ !!! (Μακελειό).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο υποψήφιος σε εκλογές που είναι ψόφιος.

Οι εκλογές με τους περισσότερους υποψόφιους.

Got a better definition? Add it!

Published

Ομοφοβικός μειωτικός χαρακτηρισμός για ανοικτά ομοφυλόφυλους υπερήρωες. Είναι ο εναλλακτικός Μπάτμαν που έχει ιδιαίτερες διαδράσεις με τον Ρόμπιν.

Τι Μπάτμαν της Αριστεράς δήλωσε ότι είναι στους Πρωκταγωνιστές; Να έλεγε buttman να το καταλάβω.(ΦΒ)

Got a better definition? Add it!

Published

O φαντάρος που κάνει μειωμένη θητεία.

  1. Εσενα σε εχω,με αυτά που λες η μισοφανταρο η Ι-10. (SDNA).
  2. Ούτε καν μισοφάνταρο ο Κασσελάκης, είκοσι μέρες θα υπηρετήσει στη Ρω. (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κάτοικος της Ιστιαίας, επειδή θεωρείται ότι συνηθίζουν να λένε οι Ξηροχωρίτες τη φράση "και που λες". (Δες τα ακληρήματα του Μανόλη Σέργη).

**Κιαπλεδες***(και που λες), κοινώς σκατοχουργιατοι! (Φέισμπουκ)

Got a better definition? Add it!

Published

Παλαιακό: Μέρος όπου μαζεύονται πολλές γυναίκες που επιδιώκουν γνωριμία με άνδρες, με απώτερο σκοπό τον γάμο. Πλέον τα νυφοπάζαρα παίρνουν τη μορφή reality shows και διαδικτυακών εφαρμογών. Πολλές φορές εκφυλίζονται σε νυφομπάζαρα.

Η πρακτική έχει εμπνεύσει τραγούδι και ταινία.

Survivor All Star: Ο Βασάλος διαμαρτύρεται για το «νυφοπάζαρο» και «πετσοκόβει» Σάκη και Μαριαλένα (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πρωθυπουργός της πορδής. Ανάλογα με την έμφαση που θέλει να δώσει ο χρήστης, γράφεται και πορδηπουργός (όπου τονίζεται η πορδή) ή πωρδυπουργός (όπου μοιάζει με το πρωθυπουργός ορθογραφικά ακόμα περισσότερο και όπου το αστειάκι είναι -υποτίθεται- πιο ύπουλο, όπως μια "ύπουλη" πορδή). Το πρόθημα πρωτο-, πρωτ-, πρωθ- μπορει να γινει πορδ- σε πολλές άλλες λέξεις (λ.χ. πρωτοψάλτης > πορδοψάλτης, πρωτεύοντα > πορδεύοντα).

ο πορδυπουργος ειπε οτι θα "αποζημιωθουν ολοι και μαλιστα πλουσιοπαροχα, και μετα οι περισσοτεροι θα επαναπροσληφθουν".

https://www.hlektronika.gr/forum/archive/index.php/t-70812-p-2.html

ο πορδηπουργός έφαγε μπουγάτσα

https://twitter.com/Lina1985LP/status/1613968636225507328?lang=el

Got a better definition? Add it!

Published

Ο αργυρώνητος δημοσιοκάφρος-φερέφωνο του εργοδότη του, εφόσον λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο με το εν λόγω μηχάνημα. Του ρίχνεις κέρμα και τραγουδάει τον χαβά που του παραγγέλνεις. Βεβαίως το τζουκ μποξ αδικείται από την παρομοίωση γιατί εκτός που προσφέρει πραγματική μουσική (σε πολλές περιπτώσεις άξια λόγου), τρέφεται με ταπεινά κέρματα, σε αντίθεση με τον περί ου βάτραχα που προσφέρει κακόηχα και ψυχοφθόρα κοάσματα παντελονιάζοντας πολυάριθμα κοπάδια χηνόπουλων. Θα μπορούσανε να τον λένε και χηνοβοσκό ξερωγώ. Άτιμη κοινωνία, άλλους τους αναβιβάζεις κι άλλους τους καταβιβάζεις...

Και εδώ ολοκληρώνεται άλλος ένας εξαιρετικός ορισμός, προσφορά του αδέκαστου, αμερόληπτου και αντικειμενικού λημματογράφου.

Με την απλότητα στον σχεδιασμό και στην κατασκευή έκανε καριέρα ο καρχαρίας. Πεινάει; Τρώει. Δεν πεινάει; Πάλι τρώει επειδή θα πεινάσει. Και ο «δημοσιογράφος τζουκ-μποξ» είναι εξίσου απλός. Του δίνουν χρήματα; Παίρνει και ύστερα «ενημερώνει». Δεν του δίνουν; Ζητάει, δεν παίρνει και «ενημερώνει» κόντρα στα συμφέροντα εκείνου που ΔΕΝ δίνει. Μόλις του δώσουν, θα «ενημερώσει» σύμφωνα με τα συμφέροντα εκείνου που ενέδωσε και έδωσε. Ρίχνεις κέρμα και ακούς είδηση, φίλε καταναλωτή απόψεων που δεν είναι δικές σου. Οπως παλιά στα κλαμπ έριχνες δεκάρικο κι άκουγες Ελβις. Μετά έριχνες ακόμη ένα και το κουτί σού έπαιζε Τομ Τζόουνς και ύστερα Λεντ Ζέπελιν. Και Μενιδιάτη άμα λάχει, το «Τάμπα τούμπα» ή το «Τεφαρίκι». Και «Παπαλάμπραινα» και χριστουγεννιάτικα τραγούδια.

εδώ

Ο αείμνηστος Καψής, έλεγε χαρακτηριστικά γι αυτούς τους συναδέλφους του «αυτοί παιδί μου είναι σαν τα τζουκ μποξ, ρίχνεις δεκάρικο και παίζουν ό,τι θες»

εκεί

Πάντως, πέρα από τα συγκεκριμένα δημοσιεύματα, υπάρχουν και τα άλλα, που δεν είναι του “κατοστάρικου” αλλά περισσοτέρων μηδενικών από αμφιλεγόμενους γραφιάδες ή σχολιαστές, που έχουν κάνει τον “κατά παραγγελία” σχολιασμό επάγγελμα, αλλάζοντας “στρατόπεδα” κι απόψεις με το αζημίωτο κι αυτό είναι το κατακριτέο και το ανήθικο της υπόθεσης. Εξάλλου, ο «δημοσιογράφος τζουκ μποξ» είναι μια διαχρονική «αξία»… Βέβαια τα γραφόμενά τους ή τα λεχθέντα τους, πάντα θα τους ακολουθούν, νυν και αεί…

παραπέρα

Got a better definition? Add it!

Published

Το "Εμμανουέλα" σε πρώτη ανάγνωση παραπέμπει σε μια γυναίκα ψωλού σε βαθμό εκπόρνευσης. Όμως ο γνήσιος σλανγκιάρης* γυμνοσάλιαγκας της ασφάλτου το χρησιμοποιεί για να πειράξει ή να μειώσει αρσενικά είτε για κάποια αντιαρσενική τους ενέργεια είτε εντελώς αυθαίρετα για τον ανδρισμό τους.

Συνώνυμα/σπέκια: πουστάρα, πουσταρά, πουστράτζα, (κωλ)αδερφή, πούστη νέε, ξεκωλιάρη, γαμιόλη, ψωλορουφήχτρα, πιπαδόρε κτλπ.

Το "Εμμανουέλα" βέβαια είναι πιο ιδιαίτερο και χρησιμοποιείται κυρίως από μερακλήδες αστειάτορες μέσης ηλικίας με φωνή για ντάτσουν. Απαντάται συνήθως σε εξέδρες ποδοσφαιρικών ή μπασκετικών αγώνων, κυρίως από Β' εθνική και κάτω. Είναι εξάλλου μια λέξη που απαιτεί κοινό και ιδιαίτερη ατμόσφαιρα για να αξιοποιηθούν πλήρως οι δυνατότητες της.

Ο χαρακτηρισμός προέρχεται από τη σειρά ταινιών σοφτ πορνό "Emmanuelle" με την αψεγάδιαστη Ολλανδή και-παρθένα-και-πουτάνα Σίβλια Κριστέλ (28 Σεπτ. 1952 – 17 Oκτ. 2012)

*Το σλανγκιστής είναι πολύ ιντελεκτουέλ για τα συμφραζομενα

Σε αγώνα μπάσκετ β΄εθνικής από την εξέδρα:
-Ρε μαλάκα Σορώκο! Βγάλε τον έξω τον Υφαντή να πουμε! Τι κοιτάς μωρή Εμμανουέλα! Άντε και γαμήσου μωρή σημαδούρα!

μωρή Εμμανουέλα 25-2-2018

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified