Σύνθετη λέξη που προκύπτει από την συγκοπή και την σύνθεση των λέξεων Πεθε(ρά) + (Σα)βούρα.
Άχρηστο, άκομψο και ακαλαίσθητο αντικείμενο που έχει περιέλθει στα χέρια σου ως δώρο από την πεθερά σου.
- Πού το βρήκες μωρή αυτό το βάζο; Ούτε στα κινέζικα δεν τα πουλάνε πια αυτά...
- Άσε, έμπλεξα με την πεθεβούρα και δεν μπορώ να την πετάξω. Όποτε έρχεται σπίτι κοιτάει να δει που την έχω...