Πανεπιστήμιο ή άλλο εκπαιδευτικό ίδρυμα της αλλοδαπής εντελώς ανυπόληπτο, που δεν χαίρει ουδεμίας εκτιμήσεως, ούτε σε ακαδημαϊκούς κύκλους, αλλά ούτε και στην αγορά εργασίας.

Η αξία του δηλαδή είναι για τον πούτσο εξ ου και το δεύτερο συνθετικό της λέξης (worth, αγγλιστί αξίζω.)

- Ρε συ πού να 'ναι ο Μάκης; Να το πήρε το πτυχίο από το Imperial;
- Ποιο Imperial ρε μαλάκα; Σε ένα University of Poutsworth τον έχει γράψει η μάνα του και άμα το βγάλει και αυτό, εγώ θα κάτσω να με γαμήσεις.

(από σφυρίζων, 19/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που προκύπτει από την συγκοπή και την σύνθεση των λέξεων Πεθε(ρά) + (Σα)βούρα.

Άχρηστο, άκομψο και ακαλαίσθητο αντικείμενο που έχει περιέλθει στα χέρια σου ως δώρο από την πεθερά σου.

- Πού το βρήκες μωρή αυτό το βάζο; Ούτε στα κινέζικα δεν τα πουλάνε πια αυτά...
- Άσε, έμπλεξα με την πεθεβούρα και δεν μπορώ να την πετάξω. Όποτε έρχεται σπίτι κοιτάει να δει που την έχω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified