Μεγεθυντικό του αρχιδοστραγγίστρα, δηλαδή η σεξομανής γυναίκα που διά της υπερβολής των σεξουαλικών της απαιτήσεων όχι μόνο σου στραγγίζει τα αρχίδια, αλλά τα ξηλώνει εντελώς.

Κάνε αποχή και εγκράτεια για μια εβδομάδα πριν τη συναντήσεις γιατί η γυναίκα είναι αρχιδοξηλώστρα!

Got a better definition? Add it!

Published

Οι ανδρικοί όρχεις (γιατί, υπάρχουν και γυναικείοι;) και ιδίως αυτοί που έχουν ένα σεβαστό μέγεθος που κάνει το σακκούλι να κρέμεται και να ταλαντώνεται όπως οι καμπάνες (όχι τα παντελόνια, της εκκλησίας). Η λέξη είναι κολακευτική για τον κάτοχό τους και συνήθως χρησιμοποιείται από τον ίδιο όταν αναφέρεται στα του εαυτού του.

- Πω ρε φίλε τι έπαθα προχθές!
- Τι ρε; Μίλα που να πάρει ο διάολος! Μίλα επιτέλους!
- Σκάσε ρε να σου πω! Ήμουν σ'ένα ασανσέρ και μπήκα μαζί μ' ένα μανάρι απ' τα λίγα που με έκοβε από πάνω ως κάτω.
- Και;
- Κι εκεί που ήμουν έτοιμος να κάνω κίνηση, με πιάνει μια φαγούρα στα καμπανέλια... άλλο πράμα!
- Και;
- Ε, τι να κάνω, το πάλεψα αλλά δεν άντεξα: τα έξυσα μπροστά της και επί τη ευκαιρία άλλαξα και θέση στον «Μήτσο» μου!

Γιώργος Καμπανέλης (από GATZMAN, 22/06/10)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified