Ράους (raus) στα Γερμανικά σημαίνει «δρόμο από δω» ή για την ακρίβεια «ουστ».

Την ακούγαμε συνήθως στις παλιές «επικές» ταινίες εποχής με θέμα την Κατοχή (βλ. Κώστας Πρέκας), όπου ο Κώστας Καρράς και άλλοι που κάνανε τους Ναζί καραβανάδες, φωνάζανε τσαμπουκαλίδικα «Ράους! Ράους!»

Τώρα το ράους ως έκφραση δεν διατηρεί το νόημα του «ουστ», αλλά το χρησιμοποιουμε ως επιφώνημα για να χαρακτηρίσουμε μία κατάσταση: κάποιον τσαμπουκαλεμένο ή που είναι και λίγο φασιστάκι ή γενικώς μπήκε σε παραλήρημα και αμολάει διαταγές γαβγίζοντας σα Γερμαναράς.

— Αντε Κώστα θα αργήσεις για το σχολείο. Πω πω αχούρι το έκανες το δωμάτιο! Aπό πότε εχεις να συμμαζέψεις; Σήκω από το κρεβάτι, φτιάξε αμέσως το κρεβάτι σου, και άδειασε το καλάθι! Τι ειναι αυτό, μισοφαγωμένη σοκοφρέτα; Δεν το πιστεύω πώς δεν έχουν μαζευτεί κατσαρίδες ακόμα. Σε δέκα λεπτά να έχεις ντυθεί και να είναι καθαρό το γραφείο σου όταν φεύγεις!
— Ράους, ράους! Χαλάρωσε ρε πατέρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified