Για την ιστορία, να πούμε ότι το Χέλγκα είναι το Γερμανο-νορδικό όνομα «Όλγα» και σημαίνει «Ευλογημένη». Φράου Χέλγκα σημαίνει απλά «Κυρα Όλγα» Ελληνιστί και αποτελεί αρχετυπική έννοια, όπως η γνωστή σε όλους μας Κυρα-Κατίνα.

Τώρα αν υπήρχε κάποια διάσημη Φράου Χέλγκα σε ταινία, λογοτεχνία ή μικιμάου σαν χαρακτήρας, από όπου μας έμεινε το όνομα, δεν το ξέρω. Πιθανότατα όμως να το κρατήσαμε μόνο και μόνο επειδή ακούγεται λίγο «βάρβαρο» στα εξευγενισμένα και πολιτισμένα αυτιά ημών των ελληναράδων και με αυτό αναφερόμαστε εν γένει σε αντρούτσους.

Ο χαρακτηρισμός αναφέρεται στην εμφάνιση (ε ψηλές, με ώμους και φαρδύ σαγόνι -βλ. Σβαρτσενέγκερ-γκόμενες), όπως αρχετυπικά φανταζόμαστε τις Γερμανίδες. Φυσικά όμως αναφέρεται και σε χαρακτήρα, δηλαδή τσαούσες, νταρντάνες και τσαμπουκαλούδες.

- Άσ' τα ρε συ, την προηγούμενη βδομάδα γνώρισα μια γκόμενα στο μπαράκι, και παίχτηκε μια φάση. Έχω φάει κόλλημα ρε μαλάκα, αλλά το κοριτσάκι εκεί που φαινόταν Λίλιαν μου βγήκε φράου Χέλγκα. Όλο ελέγχους μου κάνει, αλλά αυτή; Καμιά υποχώρηση. Και όταν έχει νεύρα άσε. Όλο ράους-ράους!

βλ. και φραουλίζα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ράους (raus) στα Γερμανικά σημαίνει «δρόμο από δω» ή για την ακρίβεια «ουστ».

Την ακούγαμε συνήθως στις παλιές «επικές» ταινίες εποχής με θέμα την Κατοχή (βλ. Κώστας Πρέκας), όπου ο Κώστας Καρράς και άλλοι που κάνανε τους Ναζί καραβανάδες, φωνάζανε τσαμπουκαλίδικα «Ράους! Ράους!»

Τώρα το ράους ως έκφραση δεν διατηρεί το νόημα του «ουστ», αλλά το χρησιμοποιουμε ως επιφώνημα για να χαρακτηρίσουμε μία κατάσταση: κάποιον τσαμπουκαλεμένο ή που είναι και λίγο φασιστάκι ή γενικώς μπήκε σε παραλήρημα και αμολάει διαταγές γαβγίζοντας σα Γερμαναράς.

— Αντε Κώστα θα αργήσεις για το σχολείο. Πω πω αχούρι το έκανες το δωμάτιο! Aπό πότε εχεις να συμμαζέψεις; Σήκω από το κρεβάτι, φτιάξε αμέσως το κρεβάτι σου, και άδειασε το καλάθι! Τι ειναι αυτό, μισοφαγωμένη σοκοφρέτα; Δεν το πιστεύω πώς δεν έχουν μαζευτεί κατσαρίδες ακόμα. Σε δέκα λεπτά να έχεις ντυθεί και να είναι καθαρό το γραφείο σου όταν φεύγεις!
— Ράους, ράους! Χαλάρωσε ρε πατέρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως από εφήβους, gamers, άτομα που τους αρέσουν οι ταινίες Ε.Φ. και γενικώς καμένους. Αναφέρεται φυσικά στα Αμερικάνικα φαντάρια (marines), αλλά δε μιλάμε για τα πραγματικά φαντάρια που βρίσκονται στο Κόσοβο ή το Αφγανιστάν ή αυτά που βασάνιζαν Ιρακινούς στο Αμπού-Γκράιμπ. Όχι!

Μιλάμε για για τους space marines, τα εξιδανικευμένα φαντάρια που βλέπουμε στις ταινίες του Κάμερον και σκοτώνουν Άλιεν, σάιμποργκ ή Ζεργκ. Αυτά που βλέπουν με θερμικές κάμερες, έχουν φουτουριστικά πολυβόλα με λέιζερ (αν έχουν σφαίρες καταγράφουν τον αριθμό που έμεινε σε LED), έχουν κάνα-δυο cyber εμφυτεύματα για να είναι πιο γαμάτοι, μιλάνε με μικροπομπούς στις μάσκες που κάνουν «κχχχ», λεγοντας φρασεις οπως «affirmative» και άλλα τέτοια καυλωτικά.

Συνήθως οι καραβανάδες των μαρινιών δεν φοράνε τέτοια καραγκιοζιλίκια, αλλά για να δείξουν τη γαματοσύνη τους καβαλάνε τρίμετρα οχήματα mech που βαράνε ρουκέτες. Επίσης συνηθίζουν να λένε κυνικές ατάκες με λογοπαίγνια (πχ. «ας τελειώσουμε την επίθεση γρήγορα και ανώδυνα γιατί θέλω να φάω νωρίς βραδινό») και γενικώς αφήνουν πίσω τον πρωτόγονο Ράμπο να πηδάει δέντρα δεύτερος και καταϊδρωμένος.

- ... και που λες το τέλος σκάνε εκεί τα μαρίνια με τα ελικόπτερα και τα ρομπότ και αρχίζουν να βαράνε στο ψαχνό με τα λέιζερ και φλογοβόλα. Τα κάνουν όλα λίμπα. Δεν μένει ούτε εξωγήινο αυτί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τζης, είναι εν συντομία ο οποιοσδήποτε τεχνίτης ή επαγγελματίας, η ιδιότητα του οποίου υπονοείται από τα συμφραζόμενα. Απλά το τζης είναι πιο γενικό, για να μην καθόμαστε και σκεφτόμαστε ακριβώς το όνομά του.

Πρόκειται προφανώς για το τελευταίο στοιχείο πολλών ονομασιών επαγγελμάτων (βοθρατζής, φορτηγατζής, μπακιρτζής, παγωτατζής, σουβλατζής).

Αν ενδιαφέρεστε για ετυμολογία, το -τζής είναι κατάληξη τουρκικής πρέλευσης -ci (bakirci, τεχνίτης χαλκού, pilafci έμπορος ρυζιού, kaplanci ταριχευτής).

  1. Μαν, θα σε πάω σε μια σουβλακερί να φάμε τσακ-μπαμ. Έχει ένα τζη (=σουβλατζή) που τυλίγει 1 πιτόγυρο το δευτερόλεπτο.

  2. - Πωπω σκουπιδαριό οι δρόμοι!
    - Ναι ρε, δεν άκουσες ότι οι τζήδες (=σκουπιδιάρηδες) έχουν πάλι απεργία;

  3. Αμάν, χάλια το σπίτι. Πρέπει να φωνάξουμε τους τζήδες (=υδραυλικούς, ηλεκτρολόγους, μαστόρους) να μας το κάνουν τζιτζί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified