Τα τσιμπάω: άγνωστο ποια, αλλά σημαίνει τα παίρνω στο κρανίο, νευριάζω, τσαντίζομαι σε σημείο που είμαι έτοιμος να πάθω κρίση υστερίας ή να κάνω χοντρό τσαμπουκά.

Εναλλακτικά, λαδώνομαι.

- Άσε μλκ ήμουνα σε φάση να τον αρπάξω απ' το γιακά το γ***ταρίφα και μου λέει μια μαλακία και τα τσιμπάω σου λέω δικέ μου, βγαίνω απ' τ' αμάξι και τόνε κάνω τόπι στο ξύλο το μπουταναζγιό...

- Τα τσιμπάει χοντρά ο διαιτητής μου φαίνεται, δε γίνεται να μην είδε το μπέναλτι μπροστά στα μάτια του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified