SLANG.gr
  • Ελληνικά
  • Sign up or log in
  • Lemmas
  • Definitions
  • Comments
  • Tags
  • Members
  • Forum
  • New definition

Tagged definitions (1)
Showing 1-1 from 1

Selected tags

  • αυτιά
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Σχήμα λόγου - λογοπαίγνιο

Further tags

  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Μέρη του λόγου - Επίθετο
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Μέρη του λόγου - Κύριο όνομα
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: παραφθορά
  • διάσημοι
  • εμφάνιση
  • μπάσκετ
  • χαρακτηρισμός προσώπου
  • Many comments none
  • A Z
  • Newer Older
  • Recently commented Earlier

μπακαυτιάς

Ο αυτιάγγουρας , ο αυτουλάς κοκ.
Εκ του Μπακατσιάς (Θύμιος) + αυτιάς.

Κοίτα τον μπακαυτιά απέναντι, σαν τον Ντάμπο είναι.

Got a better definition? Add it!

  • αυτιά
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Μέρη του λόγου - Επίθετο
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Μέρη του λόγου - Κύριο όνομα
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: παραφθορά
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Σχήμα λόγου - λογοπαίγνιο
  • διάσημοι
  • εμφάνιση
  • μπάσκετ
  • χαρακτηρισμός προσώπου

Published 2008-03-07 12:32:41+00:00
Last modified 2015-06-01 07:48:02+00:00

bellinelli

bellinelli

  • 31
  • 4
  • Terms & Conditions
  • Privacy Policy
  • Contact

© SLANG.gr 2006-2015

Sign up or log in

Login

I forgot my password!

New member registration

Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.