Further tags

Η φανταστική σλανγκική χώρα στην οποία μένουν άνθρωποι αμερικανικής κουλτούρας, που έχουν συνήθειες της γενιάς των μπούμερ (τυπικά έχουν γεννηθεί μεταξύ 1946 και 1964, αλλά στην ουσία ο καθένας που έχει συμπεριφορά μπάρμπα).

Η Μπουμερική στηρίζει Ουκρανία και Ισραήλ. Έχουν μείνει στον Ψυχρό Πόλεμο. Οι λίμπταρντ του Τουίτερ στηρίζουν Ουκρανία και Παλαιστίνη.

Got a better definition? Add it!

Published

Η φανταστική σλανγκική χώρα στην οποία ισχύουν όλα όσα πρεσβεύει η woke κουλτούρα. Εκ του αμερικανικού Wokeland (< woke & Oakland).

Στη Γουοκολάνδη τα φύλα αυξάνονται κάθε χρόνο. Πέρσι είχαμε 62 φύλα, φέτος έχουμε φτάσει τα 103.

Got a better definition? Add it!

Published

Φανταστικό τοπωνύμιο νησιού (βλ. Ίφκινθος, Ψίμυθος, Ψωλέγανδρος, Μπαλκονήσια) όπου συμβαίνουν ιστορίες φασαίων, που πραγματικά δεν υπάρχουν.

Καλή και η Ψέριμος, αλλά η Κίβδηλος πραγματικά δεν υπάρχει!

Got a better definition? Add it!

Published

Τοπωνύμιο φανταστικού νησιού (βλ. Ίφκινθος, Ψίμυθος), όπου υπάρχουν πολλές παραλίες γυμνιστών και φασαίων. Από τα ψωλή και Φολέγανδρος.

Βγάλε καλέ το μαγιό, στην Ψωλέγανδρο βρισκόμαστε.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο αργιλές.

Ο Θανάσης έφερνε βόλτες.

Got a better definition? Add it!

Published

Το φλέμα στην κλασική αργκό.

Φέρε τη ζαφειριέρα να ρίξω έναν ζαφείρη.

Got a better definition? Add it!

Published

Εκτός από τον ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης, είναι και χαρακτηρισμός για λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, τύπου μπουτς ή νταλίκα ή τζίβα.

Έχει ξεπεραστεί πλέον η νοοτροπία ότι, άμα δεν είσαι ανδρούτσος ή δεν έχεις βιαστεί, δεν είσαι λεσβία.

Got a better definition? Add it!

Published

Σε προέκταση του άλλου ορισμού, είναι η λεσβία με ανδροπρεπή χαρακτηριστικά τύπου μπουτς ή νταλίκα.

— Άλλο το σπορτίβ κι άλλο το κουστούμι και μπαίνω μέσα και κάνω το Μήτσο. — Και όλες θρασύδειλες, έτσι; Μπορεί να το παίζανε μαγκιά κλανιά κι ο κώλος φινιστρίνι, που έλεγε και η μάνα μου. Μπορεί να σου πούλαγε μαγκιά και άμα αγρίευες εσύ, ίοοου (σσ. Εννοεί ότι έφευγε χωρίς να τσακωθεί). (Μαριάνθη, Πέρσα, 53 χρονών). (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 141).

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται κυρίως για στόμα κατώτερου νοητικα επιπέδου, προστυχους χωρίς συχνές, εωσ μηδαμινές ,σεξουαλικές επαφές . Με αυξημένα ιστρογονα. Ο όρος βιλεστακο εντοπίζετε θα κυρίως στον νόμο Ροδόπης.

Παράδειγμα εδώ

-Τον είδες τον Μάρκο σήμερα ;

-Άσε ρε τον Βιλεστακο πάλι στο λιβάδι είναι

Got a better definition? Add it!

Published

Το "Εμμανουέλα" σε πρώτη ανάγνωση παραπέμπει σε μια γυναίκα ψωλού σε βαθμό εκπόρνευσης. Όμως ο γνήσιος σλανγκιάρης* γυμνοσάλιαγκας της ασφάλτου το χρησιμοποιεί για να πειράξει ή να μειώσει αρσενικά είτε για κάποια αντιαρσενική τους ενέργεια είτε εντελώς αυθαίρετα για τον ανδρισμό τους.

Συνώνυμα/σπέκια: πουστάρα, πουσταρά, πουστράτζα, (κωλ)αδερφή, πούστη νέε, ξεκωλιάρη, γαμιόλη, ψωλορουφήχτρα, πιπαδόρε κτλπ.

Το "Εμμανουέλα" βέβαια είναι πιο ιδιαίτερο και χρησιμοποιείται κυρίως από μερακλήδες αστειάτορες μέσης ηλικίας με φωνή για ντάτσουν. Απαντάται συνήθως σε εξέδρες ποδοσφαιρικών ή μπασκετικών αγώνων, κυρίως από Β' εθνική και κάτω. Είναι εξάλλου μια λέξη που απαιτεί κοινό και ιδιαίτερη ατμόσφαιρα για να αξιοποιηθούν πλήρως οι δυνατότητες της.

Ο χαρακτηρισμός προέρχεται από τη σειρά ταινιών σοφτ πορνό "Emmanuelle" με την αψεγάδιαστη Ολλανδή και-παρθένα-και-πουτάνα Σίβλια Κριστέλ (28 Σεπτ. 1952 – 17 Oκτ. 2012)

*Το σλανγκιστής είναι πολύ ιντελεκτουέλ για τα συμφραζομενα

Σε αγώνα μπάσκετ β΄εθνικής από την εξέδρα:
-Ρε μαλάκα Σορώκο! Βγάλε τον έξω τον Υφαντή να πουμε! Τι κοιτάς μωρή Εμμανουέλα! Άντε και γαμήσου μωρή σημαδούρα!

μωρή Εμμανουέλα 25-2-2018

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified