Τσάκω γλωσσάρι με προσφιλείς εκφράσεις του Νίκου Τσιφόρου.

Clopyright: elena petelos, Translatum.

Α

αετός νυχάτος: πολύ έξυπνος άνθρωπος
αηδόνι: διαρρηκτικό εργαλείο
ακονισμένος: έξυπνος
ακούμπι: ενέχυρο
ακριδάτος: ματσαράγκας, πονηρός, καταφερτζής
αλαφροΐσκιωτος: γρήγορος, έξυπνος, ακίνδυνος
αλέθω το ίδιο βρωμάρι: επαναλαμβάνω
αλφάδι: πρώτης τάξης
αλωνίζω τ’ άχερο: καθορίζω την κατάσταση
αμάλλιαγος: άπειρος, πρωτάρης
αμολάω λίγδα: προδίδω
ανάβω φουφού: δημιουργώ μπελάδες
ανθίζομαι: καταλαβαίνω
ανοίγω μπερντέ: φανερώνω
ανοίγω μπουρού: γκρινιάζω
ανοίγω πλώρη: βαδίζω, περπατώ
ανοίγω υπόνομο: προδίδω μυστικό
ανοίγω φεγγίτη: καλοϋποδέχομαι
ανοιχτό το καλντερίμι: ελεύθερα
αντάμης: φίλος, αδερφός
απλώνω: τακτοποιούμαι, βολεύομαι
από φελλό: άμυαλη
αρμενίζω βαθύ ρέμα: πορεύομαι, ενεργώ απερίσκεπτα
αρμυρή: η ανοιχτή θάλασσα
ασημένια τσέπη: πλούσιος
άσπρη: ηρωίνη
αυγοτάραχο: ζευγάρωμα
αφήνω καλάμι: εγκαταλείπω
αφήνω φλούδα: αφήνω απένταρο
αφρίζω: ξεχωρίζω, διαλέγω
αφρός: εκλεκτός
αψηλό ρετιρέ: αριστοκρατία

Β

βάζω βούλα: σημαδεύω, γίνομαι στόχος απόψεων
βάζω θλιβερή μουτσούνα: ασχημίζω
βάζω στην χοντρική πώληση: αχρηστεύω
βαράω μπουρού: λέω, εμπιστεύομαι
βγάζω από τη εγγενή: ανανεώνω
βγάζω λαγό: φέρνω αποτέλεσμα
βγάζω τα ντούκα: αποκαλύπτω
βγαίνει καπνός: βγαίνει φήμη
βγαίνει μούχλα: φανερώνονται μυστικά
βεντουζιάζω: κολλάω, γίνομαι φορτικός
βίγλα: σκοπιά
βιδέλο: κορόιδο
βλεφαρίζω: βλέπω
βρέχω το θλιβερό: δακρύζω
βρίσκομαι στον ίσκιο: είμαι απένταρος
βρυκολακάτα: αθόρυβα

Γ

γαζώνω το στόρμια: περνώ την κακοτοπιά
γαζώνω φόδρα: βολεύομαι
γαλάρα: αποδοτικά
γαλατόμαγκας: συμπαθητικός νέος αλλά καλομαθημένος
γατζώνω ρεμούλκα: είμαι σελέμης
γεμίζω την κάλτσα: κάνω οικονομίες
γιαλαντζί: ψεύτικος
γιατρός: έκφραση χαρτοπαγνίου, που σημαίνει «αξιοπρεπής πελάτης»
γιουσουρουμέικο: εξευτελισμένο, χάλια
γκεζί ανώμαλο: καλή συνάντηση
γλαβάνη με τον όφι: η αμαρτία, η αξιόποινη πράξη
γλαροδόλωμα: κουτός, ανόητος
γραδάρω: υπολογίζω
γραφή: απόφαση δικαστική
γυμνοσάλιαγκας: εμπόδιο

Δ

δαγκώνω ξυλοκέρατο: καταπίνω προσβολή
δαγκώνω την κάνουλα: υποχωρώ
δαμάσκηνο: σφαίρα
δεματιάζω: συλλαμβάνω
δένω κόμπο ναυτικό: εξασφαλίζομαι
δίνω θεμέλιο: προσέχω, εκτιμώ
δίνω πόμολο: δίνω υποψίες
δίνω πορεία: πληροφορώ
διπλοβράχιολο: χειροπέδες
δόντι: ο δυνατός, αυτός που έχει τα μέσα
δοντιά: δόση χασισιού που κόβεται με το δόντι
δοντιαστός: ο δυνατός, ο σημαίνων
δούλευε τελέγραφο: λέγε γρήγορα

Ε

είμαι του ψυγείου: είμαι απαθής
είναι ψωμί: είναι χεροδύναμος
ελεύθερη τσάρκα: αποφυλάκιση
ένα καντάρι κουβέντα: κουβέντα βαρεία
έναν παρά: μια ζυγαριά
εξάτμιση: στεναγμός
έχω βαφή: έχω κακή δοσοληψία, ύποπτα προηγούμενα
έχω γραφτά: έχω τίτλους, έχω προσόντα
έχω καλλυντικά: έχω διασκεδάσεις
έχω κάνει καθαριότητα: έχω κάνει φόνο
έχω νεφρό: έχω θάρρος

Ζ

ζαρντιάζω: βολεύω
ζουμπά: σημάδι, διάνα

Η

η απόξω: η εξωτερική τσέπη που μπαίνουν τα πρόχειρα, τα χωρίς σημασία
η μάντρα έχει φράχτη: η δουλειά έχει δυσκολία

Κ

καδρόνι από μυαλό: βλάκας
καθάρισε τη φάβα: μίλα καλά
καθαρός: απένταρος
κάθομαι φακίρης στο καρφί: έχω έγνοια, στεναχώρια
καλλιόπη / χτένι: τρόποι χαρτοκλεψίας
καμπίσιο: φτωχό, ασήμαντο
κάνει τη γαλάζια κορδέλα: κάνει την αγνή (για γυναίκα μόνο)
κάνω απώσον: διώχνω
κάνω βδελλάτο: κολλάω άσχημα
κάνω γκεζί: συμφωνώ
κάνω ζύγια: υπολογίζω
κάνω καλντερίμι: (επί πόρνης) αναζητώ πελάτες στον δρόμο
κάνω κεφάλι: κάνω κέφι
κάνω κοντάρι: είμαι εξαρτώμενος
κάνω λακρεντί: υποχωρώ
κάνω μόστρα: επιδεικνύομαι
κάνω μπούκα: κάνω διάρρηξη
κάνω μόκο: σιωπώ
κάνω περίπολο: συχνάζω
κάνω πορεία: βολεύομαι
κάνω ρετάλι: εξευτελίζω
κάνω σέρβα: προσφέρω
κάνω στο ανοιχτό: δεν πλησιάζω, δεν ενοχλώ
κάνω στοπαριστό: σταματώ
κάνω σφουγγάρι: εκβιάζω
κάνω την τρελλή μου: κάνω αταξίες, σπατάλες
κάνω το στητό καδρόνι: καμαρώνω
κάνω τουμπεκί: σιωπώ, κάνω τον κουτό
κάνω τρακαριστό: βρίσκω τυχαία
κάνω χτένι: κανονίζω, καθορίζω
καραγκιοζάκι: κάλπικο ζάρι, από κείνα που κλέβουν
κάρδαμος: γερός, χεροδύναμος
καρούτα: άχρηστος, ανάξιος
καταπίνω το σκουμπρί: πιστεύω
καψουρεύομαι: ερωτεύομαι, παθιάζομαι
καψουρεύω: γουστάρω
κελαϊδάει το σίδερο: πυροβολεί το πιστόλι
κλειστή γρίλια: φυλακή
κόβω κότα: κατασκοπεύω
κόβωμάπες: εξεργάζομαι πρόσωπα, παρατηρώ
κόβω τη βασιλόπιτα: μοιράζω
κόβω χαφτάνι: διακόπτω
κόκαλο: ζάρι
κοκοράκι: σκονάκι
κολλαροκόλληση: τύλιγμα με έγγραφα
κολοκοτρωνάτα: αγαλμάτινα
κολοκυθοκορφάδα: καλοπέραση
κόνξες: κόλπα, πείσματα, αναποδιές
κόντρα πάσα: επιστροφή πράγματος
κοντραπλακέ: ηλίθιος
κορδόνι χωρίς κόμπο: κανονικά, τίμια
κότσος: κορόιδο
κουβάς με φρόκαλο: σκουπιδοτενεκές
κουβέρτα: το τραπέζι της κυβοπαιξίας
κουκκί: ψήφος
κουκουνάρι: αφελής
κουκουναριά: η μηχανή, η πονηρή δουλειά
κουλάφας: τιποτένιος
κουμαντάρω τα κόζα: διευθύνω
κουνιστή πολυθρόνα: αρσενικός θηλυπρεπής
κουνουπάτα: ψιθυριστά
κουνουπίδι: βλάκας
κουπάκι: ασήμαντο
κουπί: το χέρι
κουσουμάρω: ζυγίζω με το μάτι
κουτούκι: καταφύγιο, σπίτι, μαγαζί
κούτσουρο: τάλιρο
κούφια αχιβάδα: χωρίς σημασία
κοφτή: μαχαίρι
κρατώ τεντωμένη κλωστή: διατηρώ σχέσεις
κρεμάστρα: ηλίθιος
κρεμάω πλισέ: κάνω ρυτίδες
κρυάδα: ανάγκη

Λ

λαδή: δηλαδή
λαδιά: καταγγελία: υποψία
λακκούβα με ασβέστη: πονηριά, έγκλημα, παράβαση
λακρεντί: ομιλία
λαμαρίνα ζουπηγμένη: φιλοδοξία, μεγαλομανία, από ψώνιο
λαμόγια: αβανταδόρος, παίχτης ψεύτικος που παρασύρει τους άλλους
λαχανάς: πορτοφολάς, κλέφτης πορτοφολιών
λεκάνη: ιερόδουλος, πόρνη
λευκή: η ηρωίνη
λιμοκοντοράκι: το πενηντάρι
λιχουδιάζω: περιπαίζω
λούκια: δαπάνες, σπατάλες
λουκούμι: δουλειά με πολλά λεφτά
λουλουκιαστά: τα σεντόνια
λουλούκες: ορχήστρα πνευστών
λυπητερή: λογαριασμός
λουφές: εισόδημα ποσοστό

Μ

μαβιά βούλα: σεσημασμένο
μάγκας της άφρας: ασήμαντος
μανιτάρι: απάτη με κλεψιά
μανιταριτζής: αυτός που κλέβει με τη μέθοδο «μανιτάρι»
μάπα: παλιό, άχρηστο, κακή ποιότης, πρόσωπο
μασάω κάγκελο: είμαι έξω φρενών
μασάω το τσουένι: δεν αντιλαμβάνομαι την απάτη
ματσώνω: δίνω λεφτά
μαύροι: αστυνομικοί
μ’ έκανε όπισθεν: με αποστόμωσε
μελαχροινή: χασίς
μένω με σιρόπι στην πίτα: ευχαριστιέμαι, ενθουσιάζομαι
μένω φέρμα: στέκομαι επιφυλακή
μέσα πολιτεία: φυλακή
μεσοτοιχία: στενή σχέση
μεταφράζω: πουλώ
μετερίζι: καταφύγιο
με το στεγνό: με το ζόρι
μέχρι ψίχα μύγδαλο: μέχρι τα μυστικά
μοιράζω κερήθρες: μιλάω γλυκά, υπόσχομαι
μονό λιανοτάρι: δραχμή
μονόρριγος: ιδιότροπος, ίσιος
μουλώνω: παύω να μιλώ
μουργέλα: τεμπελιά
μουργιάζω το λάδι: παχαίνω τεμπέλικα
μούρη τσιγγελάτη: κρεμασμένα μούτρα
μπακίρια: λεφτουδάκια
μπαλαντέρ: ικανός και αφελής
μπαρμπουτιέρα: εκεί που παίζουν ζάρια
μπασκίνι: χωροφύλακας
μπάτσος: αστυνομικός
μπεγλεράω: κουνώ
μπιτσάκι: μαχαίρι
μπιτσακτζής: μαχαιροβγάλτης
μπουζουριέρα: κάτι που καλύπτει, πρόφαση, καταφύγιο
μπουκαδόρος: κάποιος που κάνει διάρρηξη
μπουράσκα: ο νοτιάς
μπρισίμι: κορόιδο
μπρατσεράτος: καμαρωτός, σαν μπρατσέρα
μπραφ: φευγιό, ή απότομο μπάσιμο
μυγδαλωτό: πονηρό, σκανδαλιάρικο
μυρίζομαι την άνοιξη: μπαίνω στο νόημα
μυτιά: δόση πρέζας που παίρνεται από τη μύτη

Ν

ναμικιόρης: αχάριστος
νερό: αβανταδόρος
νεροφιδίσα: πολύ και γρήγορα, σαν νεροφίδα (λέγεται για το ποτό μόνο)
νεφρό: κουράγιο
νηοπομπή: συνοδεία
νιόνιος: βλάκας
νογάω: καταλαβαίνω
νταβάς, νταβατζής: αγαπητικός, σωματέμπορος, εκμεταλλευτής
ντου: έφοδος, επιδρομή
ντούκος: ψευτοεπίδειξη

Ξ

ξανθαίνω περούκα: είμαι ικανός
ξάφρα: κλοπή
ξενερώνω: συνέρχομαι
ξεντουζενιάζω: είμαι άκεφος
ξεράθηκα: κοιμήθηκα
ξέρω τη φτιάξη: ξέρω τις πονηριές (στα ίσια, όλες)
ξεσηκώνω χασέ: ανακαλύπτω
ξέφτι: εξευτελισμός
ξηγιέμαι: τα λέω αντρίκια
ξηλώνομαι: πληρώνω

Ο

όπου πιάνει πόμολο: όπου βρει ευκαιρία

**Π**

παγκουέ: μετρητά
παιδί της άφρας: παλιόμουτρο
παιδί της καλούμπας: ο μικρός μάγκας που κάνει αστεία
παιδί της λίγδας: βρωμόμουτρο
παίρνω κουταλιά: χαϊδεύω ελαφρά
παίρνω στον ίσκιο μου: προστατεύω
παίρνω το σκοινί: αναλαμβάνω πρωτοβουλία
παίχτης: κομπολόι
παλληκάρι της μπουκάλας με τη φάβα: γελοίος ψευτοπαλληκαράς
πανί λευκό: πεδίο ελεύθερο
παντόφλα: πορτοφόλι
παπαρούνα: όπιο
παπούς: κατοστάρικο
παρατάω τον ονειροκρίτη: αφήνω τα ημίμετρα
παρτσινέβελος: σύρτης
περπατημένος: πεπειραμένος, έξυπνος
περπατώ με την όπισθεν: υποχωρώ
περπατώ στεγνά: πάω στα σίγουρα
πέτα σήμα: λέγε μυστικό
πετάω πετιμέζι: κάνω χάδια
πετάω σάλιο: φανερώνω μυστικό
πετάω ψίχουλα: κουβεντιάζω εμπιστευτικά
πετιμέζι: επικερδής βρωμοδουλειά
πέφτουνε στο συρτάρι: στη γκανιότα
πέφτω στη λακκούβα με τη φάβα: υποπτεύομαι
πέφτω στη λάντζα: ξεπέφτω
πέφτω στη μάρκα: με υποψιάζονται
πέφτω στη μικρή κλωστή: ξεπενταριάζομαι
πουρέκλω: γριά
πέφτω στο καλομέλανο: βρίσκω εμπόδια
πέφτω στο μπρισίμι: πέφτω σε δυσκολίες, παγιδεύομαι
πέφτω στο πάτωμα: έρχομαι στην πραγματικότητα
πέφτω στην τσιμεντόπλακα: είμαι χωρίς δουλειά, περιφρονημένος
πιάστηκα στόκο: μεγαλοπιάστηκα
πιατάκι: πόστο, περιφέρεια
πίνω πηγαδίσιο νερό: αρκούμαι στα ολίγα
πίτουρο: δόλωμα
πιτσιπίτσι: λέγειν
πέφτω στην μπούκα: του πέφτω μπροστά
πριτσίνι: καρφί
πρώτο: λίρα χρυσή

Ρ

ράφι: νοικοκυριό
ρεμάλι: χαμένο κορμί
ρέφα: μερίδιο
ρεφούζι: δεύτερης πιοτής (είδος καπνού με φύλλο κατώτερο)
ρίχνω αλλού τη βάρκα: αλλάζω κατεύθυνση, κοροϊδεύω με άλλο σύστημα
ρίχνω κοκκαλιές: παίζω ζάρια
ρίχνω κολατσό: κάνω το τραπέζι
ρίχνω λουκούμι: κάνω κόρτε
ρίχνω μπαταρέλα: παίρνω στην κοροϊδία, περιφρονώ
ρίχνω προζύμι: δίνω πληροφορίες
ρίχνω χαλίκι: προετοιμάζω
ρολάρω: τυλίγω, παρασύρω
ρολόι τυλιχτό: ρολόι του χεριού
ροσολάτο: γλυκό σαν ροσόλι

Σ

σακαράκα: σπαθί στρατιωτικό μακρύ και φαρδύ
σακουλετζέμ;: κατάλαβες;
σαλάμια του άερος: κοινός άνθρωπος
σαματατζής: εκείνος που κάνει φασαρία, παλληκαράς
σανός: είσπραξη
σαρακοστιανό σκαλτσούνι: αγράμματος
στούμπος: βλάκας
σεντόνι: μεγάλο χαρτονόμισμα
σεργιάνι: χάζι
σερμαγιά: κομπόδεμα
σεσουλιάζω: μαζεύω
σιδεράτος: πιστολοφόρος
σίδερο: όπλο
σιδερομύγδαλο: δυσκολία
σιδερώνω: βάζω στα σίδερα, συλλαμβάνω
σικέ: φτιαχτό, κίβδηλο
σίελε: η πιάτσα
σκαθάρι: έξυπνος, πονηρός, σκανταλιάρης
σκονίζω: πίνω
σκόνη: προηγούμενα, επιβαρυντικά
σκουλήκι: μόνος, έρημος
σοροπάτος: γλυκός
σούμα: λογαριασμός
σούστα: σουγιάς αυτόματος
σπάζει η βιτρίνα: χαλάει η δουλειά
σπάζω: φεύγω
σπάω μπαρούμα: διακόπτω
στεγνό λαγίνι: απένταρος, φουκαράς
στενή: φυλακή
στενάζω της πηγάδας: στενάζω βαθιά
στενάχωρο: δαχτυλίδι
στενεύουνε: τον φυλακίζουν, τον βάζουν στη στενή
στενός δρόμος: καλντερίμι, πορνεία
στήνω ξοβεργάτη: παρακολουθώ κρυφά
στήνω πυροστιά: κάνω νοικοκυριό
στη ρίγανη: ιδιαιτέρως
στίψη: φτώχια
στρίτζος: ανάποδος, ζόρικος
στέκα όρθια: καμαρωτός
στον ίσκιο: στα κρυφά
στο όμικρον: στην καζούρα
στο σέτε: στην απενταρία
στο χωνάκι: στην αφάνεια, ο ασήμαντος
στρίτζωμα: κάνω τον ιδιότροπο
στρώνω κουβέρτα: λέω το σωστό
στρώνω κουρελού: κάνω νοικοκυριό
στρώνω μπατανία: κάνω φασαρία, καθαρίζω μια εκκρεμότητα
συκωτάκι: γραβάτα φιγουράτη
σφόλι: προκλητική κουβέντα

Τ

ταγαρώνω: γίνομαι ενοχλητικός
ταμπακιάζω: εκτιμώ
τάρα: περιττό βάρος, προσβολή
ταρατσώνω: χορταίνω
ταράφι: κύκλος
ταρσανάς: ναυπηγείο
τελβές: κατακάθι
τέλια: ειδήσεις
τεμπερισάτο: βερεσέ, με πίστωση
τέρτσος: ο χάνων
τζες: μόρτης, μάγκας, παιδί
τζιβάνα: επιστόμιο
τζιμάνι: φίνος, καλός, έξυπνος
τζίνι: έξυπνος
τζιβαέρι: χρυσαφικό
τζούρα: μικρή δόση, μικρό μπουζούκι
την ψυλλιάζομαι: υποπτεύομαι
τη φουντώνω: ανάβω τσιγάρο με χασίς
τιμπιρίσι: κουμπαράς
τιριτίρι: κουμπαράς
τίρος: ο κερδίζων
τογκαδόρος: ειδικότητα καπνεργάτη που κάνει δέματα καπνού (τόγκες)
το μαβί στην κεφάλα: το αίμα στο κεφάλι
τον ρίχνω: τον κοροϊδεύω
τόρος: ίχνος
τούφα: ύπνος
τραμπάλα: πίστωση
τραμπούκος: πληρωμένος παλικαράς
τράτα: κρυφό χαρτοπαίγνιο
τριόμφο: παιχνίδι με τράπουλα
τρώω λάχανο: πιάνω κορόιδο
τρώω σουπιά: πιστεύω, εμπιστεύομαι
τσάι: η ιατρική εξέταση των ιεροδούλων
τσάκα: το τσάκισμα του υφάσματος
τσάκα πράμα: βγάζω χρήματα, κερδίζω πολλά
τσαμασίρι: εξάρτημα, όπλο, στολίδι, αντικείμενο
τσαμπουκάς: στεναχώρια, υποψία
τσαρδί: σπίτι, στέγη, καταφύγιο
τσάρκα: βόλτα
τσαρκάρω: κάνω βόλτες αργόσχολες
τσέρκι: στεφάνι
τσιγγέλι: υποδικία
τσίκα: χασίς
τσικιρικιτζής: καταφερτζής
τσιρδουλή: φανταχτερή
τσιριμπαμπούμ: φασαρία, τελετή
τσιρίμπασης: αρχηγός, διευθυντής
τσιτσίρια: τα χρειώδη
τσίφτης: λεβέντης
τσοκ μπερντέ: πολλά λεπτά (διάλεκτός ανωμάλων)
τσόλι: ασήμαντο
τσουλήθρα: ξεπεσμός
τσουλούφι: τιποτένιος
τσουλουφιάζω: αρπάζω
τσουρνεύω: κλέβω με ξάφρισμα

Υ

υφάσματα του πελάγου: λαθραίος ρουχισμός απ' αυτόν που φέρνουν οι ναύτες λαθραία

Φ

φασινάρω: ξεπλένω
φεγγίτης: γυαλιά
φεγγιτιάζω: κοιτάζω
φερμεζότο: το κλείσιμο, ο αποκλεισμός
φέρνω βόλτα την κουβέρτα: κερδίζω όλους τους παίκτες του κύκλου
φέρνω στο καράτι: εκτιμώ
φιδιάζω: κάνω το φίδι, σέρνομαι
φλομέ: πείσμα, νευρικότητα
φουμάρω φούντα: κοροϊδεύω
φούντα: χασίς
φουντανέλα: τσιγάρο στριφτό με χασίς
φουντάρω: ρίχνω στη θάλασσα
φουντούκι: στενοχώρια, υποκρισία, ψέμα
φράχτης: ο υπόκοσμος
φρόκαλο: σκουπίδι
φτερό: αθώος
φτύνω: προδίδω
φυντάνι: καινούργιος

Χ

χάνωσα: απόρησα
χασμουρήθηκε: βαρέθηκε
χήνα: χιλιάρικο
χοντρή κοιλιά: πλούσιος
χοντρό δαμάσκηνο: κακή κουβέντα
χοντρό σκοινί: μεγάλη δουλειά, μεγάλη φασαρία
χόρτο: χασίς
χωρίζω γαβάθες: δεν έχω παρτίδες πια

Ψ

ψιλή βελονιά: αδικία
ψιλοτάρι: ασήμαντος
ψωνίζω την Αγγελικούλα: τρελαίνομαι

Ω

ωχρή: χρυσή λίρα
ώρα με βουρδούλακες: μεσάνυχτα

Φιλικά, Νίκος Τσιφόρος. (από Vrastaman, 05/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified