Συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή συγκυρία. Η συγγένεια της χρήσης με τις κυριολεκτικές εμφανής, καθώς οι δόσεις οποιουδήποτε πράγματος (φαρμάκου, πληρωμή, ό,τι) συμβαίνει σε χρονική κλίμακα μικρή σε σχέση με την κλίμακα που μας απασχολεί στα γεγονότα που συμπέφτουν χρονικά. Η δόση του φαρμάκου μας απασχολεί στιγμιαία, η δόση του δανείου μια ζωή (έτσι, για να γαμηθεί η θεωρία μου), ο δοσάς κάθε τρεις και λίγο αλλά τον ξαποστέλνουμε.

Απ' την άλλη, δεν «έχεις καρκίνο σε κάποια δόση»...

Αντικατέστησε σχεδόν πλήρως το πιο έητιζ συνώνυμο φάση, η φάση όμως έχει επιζήσει με τις άλλες έννοιές της, καθώς μπορεί να αποδώσει χρονική διάρκεια, κάτι που η δόση αδυνατεί.

Νομίζω απαντά αποκλειστικά στις φράσεις «σε μία / κάποια δόση».

ΥΓ: Το «οι δόσεις...συμβαίνει» μη μου το πειράξετε, είναι δυϊκός αριθμός.

  1. - Ρε συ, ο Κώστας πού εξαφανίστηκε;
    - Δεν έχω ιδέα ρε μαλάκα. Τον είδα σε κάποια δόση να πηγαίνει στις τουαλέτες άσπρος σαν το πανί, τον είδα να βγαίνει κυριλέ και μετά τον έχασα.

  2. - Και βλέπω, μαλάκα μου, σε μια δόση μια καρέκλα να περνάει ξυστά πάνω απ' το κεφάλι μου, ένα αμόνι να πέφτει στον μπάρμαν απ' το υπερπέραν, την Τζίνα την σερβιτόρα να του φέρνει αμμωνία, και μετά έφαγε ο μπάρμαν σίδερο και το κουνούπι ατσάλι. Ξύλο μετά μουσικής και όλοι εναντίων όλων.
    - Ε, με τα μπομπίδια που μας ποτίζουν, όλο και κάποιος θα τά 'παιρνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified