Ετυμολογία: αγγλ. M.I.L.F., επιθ. προσδ, χαϊδ. μιλφάκι. Γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας με προκλητική εξωτερική εμφάνιση.
- Πωπω ρε Λάκη κοίτα μια μιλφού που μπήκε.
- Ρε συ φόρτωσα ένα μιλφάκι προχτές, όλα τα λεφτά.
Ετυμολογία: αγγλ. M.I.L.F., επιθ. προσδ, χαϊδ. μιλφάκι. Γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας με προκλητική εξωτερική εμφάνιση.
- Πωπω ρε Λάκη κοίτα μια μιλφού που μπήκε.
- Ρε συ φόρτωσα ένα μιλφάκι προχτές, όλα τα λεφτά.
Αρχικά της φράσης: Mother I'd Like to Find/F*ck (από την ταινία «American Pie»)
Got a better definition? Add it!