Σ.Γ.Σ = Σκατό Γλύφει Σώβρακο.

Χρησιμοποιείται σε περίπτωση ακατάσχετης επιθυμίας για χέσιμο, όταν κάποιος βρίσκεται στο τσάκ να λέρώσει το εσώρουχό του, με το κεφάλι της κουράδας να χαιρετά χαιρέκακα και απειλητικά από την οπή του κώλου.

Φιλαράκι την έκανα γιατί βαράει συναγερμός στα κωλομάγουλα. Κατάσταση Σ.Γ.Σ., σου λέω ρε!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified