Εναλλακτική απόδοση του εορταστικού «χρονιάρες μέρες».

Η πατρότητα της χαριτωμενιάς αποδίδεται στον Τζιπάκο.

  1. - Βρωμιάρες μέρες. Ιερές μέρες, δώρα, χαρά, λαμπάκια, στολίδα. Αν ο Ιησούς γεννήθηκε και δίδαξε μάλλον θα έσπαγε όλα τα λαμπιόνια και ίσως τις βιτρίνες και μάλλον θα έκαιγε και το δέντρο στο Σύνταγμα…
    (εδώ)

  2. - Έσκασα μύτη στη μονάδα τέτοιες βρωμιάρες μέρες καλή ώρα χριστούγεννα του 98.
    - Πώς πάνε ρε παιδία οι επηρεσίες;
    - Μια χαρα νέο, 19 άτομα για 21 υπηρεσίες.
    «Καλά γ@μίσια» σκέφτηκα και η μητέρα πατρίδα προσωποποιημένη σε Όργανα υπηρεσίας, Επιλοχίες φρόντισε να πραγματοποιήσει κάθε μαζοχιστική μου φαντασίωση...
    (εδώ)

  3. - ΟΧΙ ΑΛΛΟ ΑΙΜΑ ΒΡΩΜΙΑΡΕΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ...
    (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified