Ο χοντρός, το παχύδερμο. Ο όρος προέρχεται από το ρόλο του Μπίλια, που ενσάρκωνε σε ταινίες της δεκαετίας του '80 ο τότε υπέρβαρος Στήβ Ντούζος.
Ο χοντρός, το παχύδερμο. Ο όρος προέρχεται από το ρόλο του Μπίλια, που ενσάρκωνε σε ταινίες της δεκαετίας του '80 ο τότε υπέρβαρος Στήβ Ντούζος.
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!