Όταν παρεμβάλλουμε εν τη ρύμη του λόγου κάτι άσχετο.

Το σλάνγκισε ο Λάκης Λαζόπουλος στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους» με την πλούσια κυρία, που συνήθιζε να διηγείται πικάντικες ιστορίες και να παρεμβάλλει άσχετες ανθυπολεπτομέρειες (βλ. παράδειγμα).

Η ίδια που έλεγε και το για όνομα.

- Και που λες, Σούλα μου, πάνω που με είχε κεράσει το τρίτο ποτήρι σαμπάνιας, και ήμουν έτοιμη να ενδώσω, -έχω κλείσει τον θερμοσίφωνα; -άσχετο!-, ναι, του λέω τότε: «Έχεις σκεφτεί...», μπλα μπλα μπλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified