Τροπικό επίρρημα που προέρχεται από το ρήμα πετάω κατά το παρεμφερές τροχάδην και σημαίνει την τάχιστη εκτέλεση εργασιών ή την κίνηση προς έναν προορισμό με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα.

Απαντάται στο στρατό όπου οι τρεις βαθμοί κίνησης του στρατιώτη είναι:

  1. Περπατάμε (απαράδεκτος)
  2. Τρέχουμε (ανεκτός)
  3. Πετάμε (κομάντο άγρια χήνα)

- Δεν είσαι ζωηρός στρατιώτη. Πετάδην είπαμε αγόρι μου!
- Αδύνατον. Έχω βγει ελεύθερος πτήσεων κύριε Λοχαγέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified