Λελέτα, η (ουσ.). Η τσιγκολελέτα σε πρώιμη μορφή, πρωτού υποστεί επεξεργασία γαλβανισμού.
- Εφαγε τα νιάτα του ο Ιγνάτιος στα ορυχεία της Ροδεσίας.
  - Ναι, ο δύσμοιρος. Καθαρή λελέτα πάντως δεν κατάφερε να βρει. 
Λελέτα, η (ουσ.). Η τσιγκολελέτα σε πρώιμη μορφή, πρωτού υποστεί επεξεργασία γαλβανισμού.
- Εφαγε τα νιάτα του ο Ιγνάτιος στα ορυχεία της Ροδεσίας.
  - Ναι, ο δύσμοιρος. Καθαρή λελέτα πάντως δεν κατάφερε να βρει. 
Got a better definition? Add it!
τουρλουμπούκι = ασυναρτησία/ες
παράδειγμα: "όχι άλλο τουρλουμπούκι, γκώσαμε" (=χορτάσαμε ασυναρτησίες)
Got a better definition? Add it!