Είναι το χασίς στα καλιαρντά (συνώνυμο: χορτομπίγα) και είναι από το ταυτόσημο μάγκικο νταμίρα ή ταλμίρα.

Επίσης νταμιραντάμης: αδελφικός φίλος (βλάμης), από το νταμίρα και αντάμης (από το τούρκικο adam: άντρας ευγενής, γενναίος, σέρτικος).

Tυπικό παράδειγμα ειναι ο ρεμπέτικος (κομμένος) στίχος από το «μία είναι η ουσία» (νομίζω)

«Άντε να φουμάρω τη νταμίρα και ας μην δω στον κόσμο μοίρα».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified