Νιουμπίδι ή νιουμπίδιον: ο τύπος ο οποίος είναι πρωτάρης στα PCέα και δεν νικάει ούτε με σφαίρες. Συνώνυμο του νουμπάς.
Πω, ρε μαλάκα, αυτός έχει φάει 100 defeat. Είναι τέρμα νουμπίδι...
Got a better definition? Add it!
Published 2013-07-06 07:55:44+00:00 Last modified 2015-05-10 07:28:12+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.